Για την Πατριδα
Όταν φάνηκαν τα Βυζαντινά καράβια εμπρός στο Δυρράχιο, τα πράματα όλα ήταν προετοιμασμένα για να παραδοθεί η χώρα χωρίς μάχη…. Ετοιμάστηκε αμέσως ένας δρόμων να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, για να πάγει την είδηση…Όταν το έμαθε, η Θέκλα ζήτησε από τον Θεόδωρο την άδεια να φύγει με το ίδιο πλοίο, κι ο Θεόδωρος την έδωσε αμέσως…Ο πιστός Παγράτης την πήγε ως απάνω στο δρόμωνα.
- Η καρδιά μου τσακίζεται που σ' αποχωρίζομαι, κόρη μου, της είπε με λύπη, και θα έδινα ό,τι έχω στον κόσμο για να σε κρατήσω κοντά μου. Μα θέλεις να πας πίσω, εκεί που συνήθισες, και σε καταλαβαίνω…
Το βλέμμα που του έριξε η Θέκλα ήταν φορτωμένο λύπη και σκέψη....
- Και συ λοιπόν… νομίζεις πως πηγαίνω στο παλάτι; έκανε. Όχι, καλέ μου Παγράτη, ο κόσμος τελείωσε για μένα όταν έχασα τον καλό μου. Θα ζήσω στη μονή του Στουδίου...Λίγη ώρα σώπασαν κι οι δυο…..Η Θέκλα ακούμπησε σιγά το χέρι της στο τραχύ και ρυτιδωμένο χέρι του γέρου και το έσφιξε σιωπηλά. Η καρδιά της ήταν πάρα πολύ γεμάτη για λόγια…
- Τη ζωή του την έδωσε για την πατρίδα χωρίς να τη λογαριάσει, εξακολούθησε ο γέρος. Και συ θα θάψεις τη δική σου ζωή στο μοναστήρι όπου θα κλειστείς... Μπορείς να πεις πως ακριβοπληρώσατε την επιστροφή του Δυρραχίου στην εξουσία του Βασιλέα.
- Όχι, καλέ μου Παγράτη, είπε η Θέκλα. Πες την πληρώσαμε, όχι όμως την ακριβοπληρώσαμε. Ένα από τα τελευταία του λόγια, όταν του είπα πως πέθαινε ατιμασμένος ήταν: «Εγώ είμαι ένας, θα περάσω και θα ξεχαστώ, η Πατρίδα όμως θα μείνει.» Κι εγώ, Παγράτη, είμαι άλλος ένας. Το Δυρράχιο είναι μια δύναμη για την πατρίδα. Σκέψου πως, τώρα, ο Σαμουήλ θα έχει να πολεμά ανατολή και δύση μαζί. Λογάριασε, τι είναι δυο ζωές που θυσιάστηκαν, κοντά στο έργο που έγινε...
Και πιο σιγά πρόσθεσε, σα να μιλούσε του εαυτού της περισσότερο παρά του Παγράτη.
- Τίποτα μεγάλο δε γίνεται χωρίς θυσίες... Πρέπει τις θυσίες αυτές να ξέρομε να τις κάνομε χωρίς υπολογισμούς.
Ο Παγράτης είχε ακουμπήσει το μέτωπο του στο χέρι του, και συλλογισμένος την άκουε.
- Έχεις δίκαιο, είπε στο τέλος. Η Πατρίδα είναι όλο το έθνος, και μεις, ο καθένας μας, είμαστε από ένα μόριο ασήμαντο του μεγάλου αυτού έθνους...
Το πλοίο απομακρύνουνταν… Η Θέκλα, ακουμπισμένη στην κουπαστή, κοίταζε τη γη της Ηπείρου όπου κοιμούνταν ο αγαπημένος της το στερνό του ύπνο. Θυμήθηκε το περιβολάκι της φυλακής, το μεγάλο πλάτανο, τον απλοϊκό κι ακατέργαστο σταυρό. Και το χώμα το νωπό που σκέπαζε το πεθαμένο παλικάρι... Της φάνηκε τόσο μόνος, τόσο έρημος, σαν παραπονεμένος στην κρύα γη. Αισθάνθηκε όλο το βάρος, όλη την κούραση της δικής της ερημιάς.
- Για την Πατρίδα... μουρμούρισε. Τα χείλη της έτρεμαν. Ένα αναφιλητό φούσκωσε την καρδιά της. Ακούμπησε το κεφάλι στα διπλωμένα χέρια της. Και πρώτη φορά αφότου πέθανε ο άντρας της έκλαψε απελπισμένα…
Τι στοιχίζει το καθήκον, το αισθάνουνταν ως τα βάθη της ψυχής της. Μα δε μετάνιωνε που το είχε κάνει... Η ευγενική ψυχή δεν κάνει υπολογισμούς όταν έλθει η ώρα της αυτοθυσίας, όσο βαριά κι αν είναι...
το είδαμε εδώ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου