Απολύθηκε γιατί δεν υπέκυψε στις ερωτικές πιέσεις ανώτερού της
Υπάλληλος απολύθηκε μετά από σχεδόν 28 χρόνια γιατί δεν ανταποκρίθηκε στις...
ορέξεις του διευθυντή προσωπικού. Το εφετείο δεν τη δικαίωσε, το έκανε όμως το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας κρίθηκε άκυρη από τους αρεοπαγίτες, οι οποίοι...
ανέτρεψαν αντίθετη εφετειακή απόφαση.
Η υπάλληλος προσελήφθη τον Μάρτιο του 1976 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και εργάστηκε ως υπεύθυνη του τηλεφωνικού κέντρου της επιχείρησης.
Τον Αύγουστο του 2003 προσλαμβάνεται στην επιχείρηση νέος διευθυντής προσωπικού, ο οποίος από την πρώτη στιγμή εκδήλωσε απέναντι στην συγκεκριμένη υπάλληλο μία «άλλη» συμπεριφορά, που άγγιξε ακόμη και τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης. Την προσέγγισε εξαρχής και την αντιμετώπιζε με υπερβολικά "φιλικό" τρόπο και με άκρως κολακευτικά, καθημερινά, σχόλια για την παρουσία της ως γυναίκα και κυρίως για την εξωτερική εμφάνισή της.
Δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο υπάλληλος, η οποία απολύθηκε για λόγους εμπάθειας, επειδή απέκρουσε τις συνεχείς παρενοχλήσεις του διευθυντή προσωπικού οινοποιίας, που άγγιζαν τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Στα μέσα Οκτωβρίου 2003, η υπάλληλος γνωστοποίησε με "ευπρεπή αλλά κατηγορηματικό τρόπο στον διευθυντή προσωπικού ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η οικογένεια και η εργασία της και τίποτε άλλο".
Από τότε ο διευθυντής άλλαξε συμπεριφορά απέναντί της και άρχισε να δημιουργεί αδικαιολόγητα διάφορα προβλήματα πάνω στη δουλειά της και "να την αντιμετωπίζει με τρόπο εχθρικό και προσβλητικό".
Ήταν προφανές, υπογραμμίζεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι "η αιτία της αλλαγής αυτής στη συμπεριφορά του οφειλόταν σε εμπάθεια απέναντί της λόγω της απόρριψης και απόκρουσης του ενδιαφέροντός του".
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2004, λόγω 15λεπτης καθυστέρησης, εξαιτίας οικογενειακού της προβλήματος, κάλεσε την υπάλληλο σε απολογία και "την υποχρέωσε να υπογράψει έγγραφη δήλωση, σαν να επρόκειτο για σοβαρότατο πειθαρχικό παράπτωμα".
Το Μάιο του ίδιου έτους η υπάλληλος αναγκάστηκε να απευθυνθεί στον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και να αναφέρει τα όσα είχαν προηγηθεί, ενώ παράλληλα ζήτησε και την προστασία της. Εκείνος την καθησύχασε και τη διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την εργασία της και ότι θα προβεί σε συστάσεις στον διευθυντή προσωπικού.
Όμως ο διευθυντής προσωπικού, που δέχτηκε τις συστάσεις από τους ανωτέρους του, εξοργίστηκε και ναι μεν έπαψε να την ενοχλεί, αλλά δεν... ξέχασε. Σύμφωνα με την υπάλληλο, αμέσως μόλις η πλειοψηφία των μετοχών περιήλθε σε αγγλική εταιρεία και ως γενικός διευθυντής τοποθετήθηκε άλλο πρόσωπο, οπότε ο διευθυντής προσωπικού εισηγήθηκε την απόλυσή της, που πραγματοποιήθηκε στις 25.10.2004.
Οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι η απόλυσή της έγινε εξαιτίας της εμπάθειας του διευθυντή προσωπικού, "καθόσον δεν του ήταν αρεστή εξαιτίας της προσπάθειας που κατέβαλε για να διαφυλάξει την ηθική της υπόσταση".
Οι δικαστές σημειώνουν ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν "υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια", όπως είναι εμπάθεια, μίσος, έχθρα ή εκδίκηση λόγω "προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου".
Έτσι, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε εφετειακή απόφαση που είχε κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί η αγωγή της εργαζομένης, που ζητούσε να κριθεί παράνομη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, καθώς δεν ισχυρίστηκε, μεταξύ των άλλων, ότι δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από τον διευθυντή προσωπικού. Οι δικαστές παρέπεμψαν την υπόθεση για νέα δεύτερη κρίση στο Εφετείο Αθηνών.
ορέξεις του διευθυντή προσωπικού. Το εφετείο δεν τη δικαίωσε, το έκανε όμως το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας κρίθηκε άκυρη από τους αρεοπαγίτες, οι οποίοι...
ανέτρεψαν αντίθετη εφετειακή απόφαση.
Η υπάλληλος προσελήφθη τον Μάρτιο του 1976 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και εργάστηκε ως υπεύθυνη του τηλεφωνικού κέντρου της επιχείρησης.
Τον Αύγουστο του 2003 προσλαμβάνεται στην επιχείρηση νέος διευθυντής προσωπικού, ο οποίος από την πρώτη στιγμή εκδήλωσε απέναντι στην συγκεκριμένη υπάλληλο μία «άλλη» συμπεριφορά, που άγγιξε ακόμη και τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης. Την προσέγγισε εξαρχής και την αντιμετώπιζε με υπερβολικά "φιλικό" τρόπο και με άκρως κολακευτικά, καθημερινά, σχόλια για την παρουσία της ως γυναίκα και κυρίως για την εξωτερική εμφάνισή της.
Δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο υπάλληλος, η οποία απολύθηκε για λόγους εμπάθειας, επειδή απέκρουσε τις συνεχείς παρενοχλήσεις του διευθυντή προσωπικού οινοποιίας, που άγγιζαν τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Στα μέσα Οκτωβρίου 2003, η υπάλληλος γνωστοποίησε με "ευπρεπή αλλά κατηγορηματικό τρόπο στον διευθυντή προσωπικού ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η οικογένεια και η εργασία της και τίποτε άλλο".
Από τότε ο διευθυντής άλλαξε συμπεριφορά απέναντί της και άρχισε να δημιουργεί αδικαιολόγητα διάφορα προβλήματα πάνω στη δουλειά της και "να την αντιμετωπίζει με τρόπο εχθρικό και προσβλητικό".
Ήταν προφανές, υπογραμμίζεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι "η αιτία της αλλαγής αυτής στη συμπεριφορά του οφειλόταν σε εμπάθεια απέναντί της λόγω της απόρριψης και απόκρουσης του ενδιαφέροντός του".
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2004, λόγω 15λεπτης καθυστέρησης, εξαιτίας οικογενειακού της προβλήματος, κάλεσε την υπάλληλο σε απολογία και "την υποχρέωσε να υπογράψει έγγραφη δήλωση, σαν να επρόκειτο για σοβαρότατο πειθαρχικό παράπτωμα".
Το Μάιο του ίδιου έτους η υπάλληλος αναγκάστηκε να απευθυνθεί στον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και να αναφέρει τα όσα είχαν προηγηθεί, ενώ παράλληλα ζήτησε και την προστασία της. Εκείνος την καθησύχασε και τη διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την εργασία της και ότι θα προβεί σε συστάσεις στον διευθυντή προσωπικού.
Όμως ο διευθυντής προσωπικού, που δέχτηκε τις συστάσεις από τους ανωτέρους του, εξοργίστηκε και ναι μεν έπαψε να την ενοχλεί, αλλά δεν... ξέχασε. Σύμφωνα με την υπάλληλο, αμέσως μόλις η πλειοψηφία των μετοχών περιήλθε σε αγγλική εταιρεία και ως γενικός διευθυντής τοποθετήθηκε άλλο πρόσωπο, οπότε ο διευθυντής προσωπικού εισηγήθηκε την απόλυσή της, που πραγματοποιήθηκε στις 25.10.2004.
Οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι η απόλυσή της έγινε εξαιτίας της εμπάθειας του διευθυντή προσωπικού, "καθόσον δεν του ήταν αρεστή εξαιτίας της προσπάθειας που κατέβαλε για να διαφυλάξει την ηθική της υπόσταση".
Οι δικαστές σημειώνουν ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν "υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια", όπως είναι εμπάθεια, μίσος, έχθρα ή εκδίκηση λόγω "προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου".
Έτσι, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε εφετειακή απόφαση που είχε κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί η αγωγή της εργαζομένης, που ζητούσε να κριθεί παράνομη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, καθώς δεν ισχυρίστηκε, μεταξύ των άλλων, ότι δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από τον διευθυντή προσωπικού. Οι δικαστές παρέπεμψαν την υπόθεση για νέα δεύτερη κρίση στο Εφετείο Αθηνών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου