ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΚΥΩΝ
Η παροιμιώδης ρήση του Διογένη, “Άνθρωπον Ζητώ”, είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη απ’ ό,τι στην εποχή του Κυνικού φιλόσοφου. “Άνθρωπον” ζητάμε απεγνωσμένα στην εθνική και διεθνή πολιτική σκηνή που να βάλει κάποια τάξη στην ανθρώπινη ζούγκλα και να μεταλλάξει την κουλτούρα της βίας σε κοινωνική ειρήνη. Και ζητάμε “Άνθρωπον” στη Δημόσια Διοίκηση, στον τομέα της Υγείας, της Δικαιοσύνης, στην Παιδεία – εκεί κατ’ εξοχήν – στη μικρή κοινωνία που ζούμε, στην πολυκατοικία μας, στην παρέα μας, ναι, ακόμη και μέσα στην ίδια την οικογένεια, τη μικρογραφία της κοινωνίας… Σαν το Διογένη όλοι εμείς οι “ανώνυμοι”, κρατώντας νοερά το δικό μας φανάρι, ψάχνουμε για Άνθρωπο με όλη τη σημασία της λέξης – Άνθρωπο με ανθρωπιά, με κοινό νου, με χαρακτήρα, με ηθικές αρχές και αξίες, με υψηλούς στόχους και ιδανικά, με αυτοσεβασμό και φιλότιμο. Σε κάθε περίπτωση, στη σημερινή αποπνικτική ατμόσφαιρα της χυδαιότητας, της αδικίας, της βίας και του συβαριτισμού, έχω τη γνώμη ότι θα ήταν χρήσιμο να ρίξουμε λίγο φως, ΠΡΩΤΑ μέσα μας και μετά γύρω μας, με το φανάρι του Διογένη, δηλαδή με τη φιλοσοφία του.
Ο Διογένης ο Σινωπεύς έφτασε στην Αθήνα ως πολιτικός εξόριστος το 370 π.Χ. Πολύ γρήγορα εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία του Αντισθένη και ζήτησε να γίνει μαθητής του. Σύντομα ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του, όχι μόνο σε φήμη, αλλά και στην αυστηρότητα του τρόπου ζωής. Θεωρείται το αρχέτυπο των Κυνικών, και μάλιστα πολλοί του αποδίδουν την καθιέρωση του Κυνικού τρόπου ζωής, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει το χρέος του στον Αντισθένη. Οι ιστορίες που γράφτηκαν για το Διογένη, με τις όποιες υπερβολές, είναι πιθανόν αληθινές· σε κάθε περίπτωση απεικονίζουν τη λογική συνέπεια του χαρακτήρα του. Για να καταδείξει την ελευθερία του από υλικές εξαρτήσεις, ζούσε σ’ ένα πιθάρι που λέγεται ότι ανήκε στο ναό της Κυβέλης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σκληραγωγούσε τον εαυτό του και στις εναλλαγές του καιρού. Το μόνο πράγμα που διέθετε ήταν ένα ξύλινο κύπελλο, το οποίο όμως κατέστρεψε όταν είδε ένα αγόρι να πίνει νερό με τις χούφτες του. Απέρριψε τη φήμη και τις τιμές, αλλά η επίδειξη του ασκητισμού του ήταν τόσο καινούργια για τους Έλληνες ώστε προσήλκυσε μεγάλη προσοχή και πολλοί έφτασαν να τον θεωρούν εξαιρετικά σοφό...
Ο Διογένης, γενικότερα γνωστός ως “Διογένης ο Κυνικός”, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές φιγούρες της Ελληνικής ιστορίας. Η προσωπικότητά του με τις εκκεντρικότητές της, το τραχύ του χιούμορ, η αυθεντικότητά του και η τολμηρή αντίστασή του στην κοινοτοπία έχει εξάψει με εξαιρετική δύναμη τη λαϊκή φαντασία. Σ’ ένα ταξίδι του στην Αίγινα, ο Διογένης συνελήφθη από πειρατές και στάλθηκε στην Κρήτη όπου και εκτέθηκε για πώληση. Όταν ο πλειστηριάζων τον ρώτησε σε τι πράγμα ήταν ειδικευμένος, ο Διογένης απάντησε, «Στο να διοικώ ανθρώπους.» Λέγοντας αυτό, επέδειξε έναν Κορίνθιο ντυμένο πολυτελώς, ονόματι Ξενιάδη, λέγοντας, «Πούλησέ με σ’ αυτόν τον άνδρα, χρειάζεται αφεντικό.» Ο Ξενιάδης, εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του Διογένη, τον αγόρασε παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Ο Διογένης φέρεται να είπε στον Ξενιάδη, «Πρέπει να με υπακούεις, παρόλο που είμαι σκλάβος· διότι εάν ο γιατρός ή ο καπετάνιος πλοίου βρίσκονταν υπό δουλεία, θα υπακούονταν.»
Ο Διογένης εκτελούσε τα καινούργια του καθήκοντα με τέτοια επιτυχία που ο Ξενιάδης συνήθιζε να λέει στους γύρω του, «Ένας έντιμος μεγαλοφυής μπήκε στο σπίτι μου.» Ο Εύβουλος, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Η πώληση του Διογένη», μας περιγράφει πώς ο Κυνικός φιλόσοφος διαπαιδαγωγούσε τους γιους του Ξενιάδη. Τους μάθαινε ν’ αποστηθίζουν πολλά χωρία από ποιητές, ιστορικούς και από τα κείμενα του ίδιου του Διογένη. Τους ασκούσε με κάθε τρόπο στο ν’ αποκτήσουν καλή μνήμη. Στο σπίτι τους μάθαινε να αυτοεξυπηρετούνται και να είναι ευχαριστημένοι με λιτό φαγητό και νερό. Τους μάθαινε να κόβουν τα μαλλιά τους κοντά και να μην τα στολίζουν, να σκεπάζονται με ελαφρά σκεπάσματα, να περπατούν ξυπόλητοι, σιωπηλοί, χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους στους δρόμους. Τα παιδιά έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για το Διογένη και ζητούσαν χάρες από τους γονείς τους γι’ αυτόν. Επιπλέον ο Διογένης τους δίδαξε ιππασία, σκοποβολή, σφαιροβολία, και ακοντισμό. Αργότερα, όταν έφτασαν σε ηλικία για το σχολείο της παλαίστρας, δεν επέτρεπε στο δάσκαλο να τους δώσει πλήρη αθλητική εκπαίδευση, αλλά μόνο τόση ώστε να τους κρατάει σε καλή φυσική κατάσταση.
Στην Κόρινθο ο Διογένης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, την οποία αφιέρωσε αποκλειστικά στο να κηρύττει τα δόγματα της ενάρετης αυτοκυριαρχίας. Στα Ίσθμια (μια από τις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές του αρχαίου κόσμου) δίδασκε σε μεγάλα ακροατήρια που στράφηκαν προς αυτόν μετά το θάνατο του Αντισθένη. Πολύ πιθανόν να ήταν κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας γιορτής που ο Μέγας Αλέξανδρος συνάντησε τον πλανόδιο φιλόσοφο στην αγορά. Ο Αλέξανδρος, που θαύμαζε το Διογένη, τον ρώτησε σε τι μπορούσε να τον βοηθήσει. Η παροιμιώδης απάντηση που έδωσε ο φιλόσοφος ήταν, «Κάνε πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο»! Εντυπωσιασμένος απ’ αυτή την απάντηση, ο Αλέξανδρος φέρεται να είπε: «Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα ήθελα να είμαι ο Διογένης.»
Ο Διογένης δίδαξε ότι η επίπλαστη κοινωνική εξέλιξη ήταν ασυμβίβαστη με την αλήθεια και την καλοσύνη, κι ότι για να πραγματώσει κανείς την αρετή έπρεπε να περιφρονήσει τις φυσικές απολαύσεις. Για να τονίσει τα σοβαρά μηνύματά του χρησιμοποιούσε το μοναδικό καυστικό χιούμορ που τον διέκρινε. Η νοοτροπία του αυτή ήταν βασισμένη στην περιφρόνηση που ένιωθε ο Διογένης για μεγάλο μέρος της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θεωρώντας την ως ανοησία, προσποίηση, ματαιοδοξία, αυταπάτη και ανειλικρίνεια, που είχαν στόχο την κοινωνική προβολή. Το ταλέντο του Διογένη στο να υποτιμά τις κοινωνικές και θρησκευτικές παραδόσεις και να χλευάζει την πολιτική δύναμη μπορεί να παρερμηνευτεί ως εντελώς αρνητική στάση. Αυτό όμως θα ήταν λάθος. Ο Διογένης ήταν μεν σαφώς εριστικός, αλλά ήταν τέτοιος για χάρη της προαγωγής της λογικής και της αρετής. Τελικά, για να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με τη φύση πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τη λογική! Ο Διογένης δυσκολευόταν να βρει τέτοιους ανθρώπους, και εκφράζει τα συναισθήματά του για τη δυσκολία αυτή με θεατρικό τρόπο, δηλαδή κρατώντας το φανάρι του μέρα μεσημέρι.
Ως άστεγος και πάμπτωχος εξόριστος, ο Διογένης βίωσε τις χειρότερες ατυχίες για τις οποίες γράφουν οι τραγικοί, κι όμως ομολογούσε ότι έζησε μια καλή ζωή. Έλεγε πως στην τύχη αντέτασσε το κουράγιο, στη συμβατικότητα τη φύση, και στο πάθος τη λογική. Περπατούσε ξυπόλυτος στο χιόνι και κυλούσε το πιθάρι του στην άμμο μέσα στο καυτό καλοκαίρι. Επέζησε με μια πολύ απλή δίαιτα και διακρίθηκε για την περιφρόνησή του στα πλούτη και την πολυτέλεια. Πίστευε πως η ικανότητα να ζει κανείς χωρίς τα μέσα που λανθασμένα εκλαμβάνονται ως απαραίτητα είναι απελευθερωτική και ωφέλιμη. Είναι επίσης ένα χρήσιμο μάθημα. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο, ο Κυνικός Διογένης συνήθιζε να λέει ότι ακολουθούσε το παράδειγμα των εκπαιδευτών χορωδιών, οι οποίοι έθεταν τη νότα λίγο ψηλότερα, για να βεβαιώσουν ότι οι υπόλοιποι θα έπρεπε να χτυπήσουν τη σωστή νότα.
Οι αναφορές στη φιλοσοφία του Διογένη είναι λιγότερο πενιχρές απ’ ότι οι αναφορές στην ίδια του την ύπαρξη. Είχε πει ότι οι κακοί άνθρωποι υποτάσσονται στη λαγνεία τους όπως οι δούλοι στ’ αφεντικά τους. Αποκαλούσε τους δημαγωγούς, “λακέδες του λαού”. Τόσο εξαιρετική ήταν η αυστηρότητα και απλότητα της ζωής του Διογένη, ώστε οι Στωικοί αργότερα θα τον αποκαλούσαν τέλειο άνθρωπο και σοφό. Συνήθιζε να λέει, «O άνθρωπος έχει περιπλέξει κάθε απλό δώρο του Θεού.» Υπάρχουν πολλά ανέκδοτα σχετικά με τη ζωή του Διογένη. Ένα χαρακτηριστικό είναι το επόμενο: Μια μέρα ο Διογένης έστειλε κάλεσμα για να συγκεντρωθούν άνδρες, κι όταν μαζεύτηκε πλήθος τους κυνήγησε κτυπώντας τους με το μπαστούνι του! Η εξήγησή του ήταν: «Εγώ κάλεσα ανθρώπους κι όχι παλιανθρώπους.» Κι όταν μια μέρα συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας, «Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό.»
Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια, του συκοφάντη, και ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα.» Σε άλλον που διαμαρτυρήθηκε ότι δεν ήταν επιδεκτικός στη μελέτη της φιλοσοφίας, απάντησε, «Γιατί λοιπόν ζεις, αφού δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις πώς να ζεις σωστά;» Κι όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;» Περιγελούσε τους ρήτορες που στους λόγους των έκαναν πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης αλλά ουδέποτε την εφάρμοσαν στη ζωή τους. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός. Όταν κάποιος του είπε, «Οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν, «Πολύ πιθανόν οι γάιδαροι να γελούν μ’ αυτούς· αλλά όπως δεν τους νοιάζει για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς.»
Ο Διογένης πίστευε ότι τίποτα στη ζωή δεν είχε πιθανότητα επιτυχίας χωρίς επίπονη άσκηση και ότι μ’ αυτή ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει οτιδήποτε. Έτσι, αντί για άχρηστες επιδιώξεις, οι άνθρωποι θα έπρεπε να διαλέγουν αυτές που εισηγείται η φύση, ώστε να μπορούν να ζουν ευτυχισμένοι. Όμως, τέτοια είναι η τρέλα τους ώστε επιλέγουν να είναι δυστυχισμένοι. Προτιμούσε την ελευθερία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και προσπαθούσε να ζει όπως ο Ηρακλής, μη παρέχοντας καμία εξουσία στη συμβατικότητα αλλά επιτρέποντας απόλυτο δικαίωμα στη φύση. Ο Διογένης είναι αναμφίβολα μια από τις πιο γνωστές μορφές της αρχαιότητας. Όμως, τα ίδια τα στοιχεία μιας εντυπωσιακής ιστορίας έχουν περισσότερο επισκιάσει παρά φωτίσει την ηθική του διδασκαλία. Η ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ που δίδαξε έχει ξεχαστεί, αλλά το πιθάρι όλοι το θυμούνται. Ούτε ενδιαφέρεται κανείς να διαλογιστεί για ποιο λόγο ζήτησε από τον Μ. Αλέξανδρο να παραμερίσει για να μην του κρύβει τον ήλιο. Ακόμη και στην κλασσική αρχαιότητα η φήμη του Διογένη οφειλόταν κυρίως στο ενδιαφέρον των Ελλήνων για την εκκεντρική προσωπικότητα καθεαυτή, εντελώς χωριστά από τη διδακτική της αξία.
Για το θάνατο του Διογένη υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. Οι ιστορικοί, όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για το χρόνο ούτε για τον τρόπο του θανάτου του. Πιστεύεται ότι πέθανε στην Κόρινθο, από απλά γεράματα, μετά από σχεδόν 90 χρόνια ζωής. Οι Κορίνθιοι έστησαν στη μνήμη του μια κολόνα πάνω στην οποία τοποθέτησαν ένα σκύλο από μάρμαρο Πάρου. Λέγεται ότι είχε προκύψει διαμάχη μεταξύ των μαθητών του για το ποιος θα τον θάψει. Τελικά, με εισήγηση ανδρών επιρροής, θάφτηκε από τους γιους του Ξενιάδη. Στη συνέχεια συμπατριώτες του από τη Σινώπη τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγαντιαία κολόνα με το σκύλο, πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή: «Ο χρόνος κάνει ακόμη και το χαλκό να παλιώνει· αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο ενάρετο μονοπάτι της ζωής.»
Είναι εντυπωσιακό ότι, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη σύγχρονη εποχή, η προσωπικότητα του Διογένη γοήτευσε διάσημους γλύπτες και ζωγράφους. Η συνάντηση του Διογένη με τον Αλέξανδρο παρουσιάζεται σε μια αρχαία μαρμάρινη αναπαράσταση που βρέθηκε στη Villa Alban. Διάφορα επεισόδια από τη ζωή του Διογένη έχουν ζωγραφίσει οι Rubens, Jordaens, Steen, Van der Werff, Jeaurat, Salvator Rosa και Karel Dujardin. Αρχαίες προτομές του φυλάσσονται στα Μουσεία του Βατικανού, του Λούβρου και του Καπιτωλίου.
πηγή
1 σχόλια:
Πολύ ωραία ανάρτηση..Η παροιμιώδης έκφραση του.."αποσκότησων με" θα μας θυμίζει πάντα την μοναδική αυτή μορφή της αρχαιότητας που δίδαξε ότι η ευτυχία βρίσκεται στη λιτότητα, στις λαμπερές ηλιαχτίδες, στα απλά και ταπεινά και όχι στα πλούτη και τα υλικά αγαθά..
Δημοσίευση σχολίου