ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ (Ο ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ)
Σέ δέκα περίπου ἡμέρες ἀπό σήμερα, καί συγκεκριμένα στίς 3 Ἰανουαρίου, συμπληρώνονται 100 χρόνια ἀπό τό θάνατο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), τοῦ συγγραφέα πού ἔχει συνδεθεῖ ὅσο κανείς ἄλλος μέ τίς πανέορτες καί πανέκλαμπρες ἡμέρες τοῦ Δωδεκαημέρου καί τοῦ ἑλληνικοῦ Πάσχα. Ἀσφαλῶς, καί ἡ πολιτεία καί ἡ ἐκκλησία κάτι θά κάνουν γιά νά τιμήσουν τήν μνήμη του. Ἐπίσης καί τά λογοτεχνικά σωματεῖα. Καί πάλι θά ξανακούσουμε «τά χθεσινά ἐκεῖνα» γιά τόν ἀναμφισβήτητο θρησκευτισμό του, τήν φυσιολατρία, τόν παγανισμό καί τόν ἐρωτισμό του.
Τόν ψάλτη τῆς χαμοζωῆς τόν κατέταξαν παλαιότεροι κριτικοί στούς ἠθογράφους. Δέν εἶδαν τή βαθειά κοινωνική διάσταση τοῦ ἔργου του. Κι ὅμως, ὅπως ἔδειξα μέ τά ἔργα μου «Ξαναδιαβάζοντας τήν Φόνισσα» (Gutenberg 1987) καί «Πολιτικός Παπαδιαμάντης» (Ἁρμός 2003), ὁ Σκιαθίτης συγγραφέας παραμένει, σέ οὐσιαστική καί ὄχι σέ ἐπιδερμική, διάσταση ὁ μεγαλύτερος κοινωνικός καί πολιτικός συγγραφέας τῶν γραμμάτων μας. Τό γεγονός ὅτι δέν σήκωσε καμμιά πολιτική παντιέρα, οὔτε κάν αὐτή τῆς Μεγάλης Ἰδέας, δέν τόν κάνει ἀπολιτικό. Ὅπως συχνά ἔχουμε γράψει, ὁ Παπαδιαμάντης μπορεῖ νά ἦταν ἀπολίτευτος, δέν ἦταν ὅμως ἀπολιτικός. Τό γεγονός ὅτι ἄσκησε ἀμείλικτη κριτική στήν τότε πολιτική, τόν καθιστᾶ ἀντιπολιτευτικό ἀλλά ὄχι ἀπολιτικό. Καί τό σημαντικό εἶναι πώς ὅ,τι ἔγραψε γιά τήν τότε πολιτική, ἰσχύει καί γιά τήν παροῦσα καί, ὅπως βλέπω, καί γιά τήν μέλλουσα. «Οἱ Χαλασοχώρηδες» εἶναι τό θλιβερό πεπρωμένο μας.
Ποιός σήμερα συνετός πολίτης μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τά ὅσα γράφει σ’ ἕνα μικρό κείμενό του ὁ Παπαδιαμάντης ὑπό τόν τίτλο «Οἰωνός», πού δημοσιεύθηκε στήν «Ἀκρόπολιν» τοῦ Βλ. Γαβριηλίδη τήν 1η Ἰανουαρίου 1896; Ἐκεῖ ὁ Παπαδιαμάντης μιλᾶ γιά ἐρείπια οἰκονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά. Ποιός φταίει γι’ αὐτά; Ὁ τάχα ἀπόμακρος ἀπό τά πολιτικά συγγραφέας εἶναι ἀμείλικτα καταπελτικός: «Πταίουν οἱ πλάσαντες τά ἐρείπια. Καί τά ἐρείπια τά ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος»!...
Λόγος μέ ἀπόλυτη ἰσχύ καί γιά τή δική μας ἐποχή. Ἀλλά αὐτό πού –κατ’ ἐμέ– κάνει τόν Παπαδιαμάντη διαχρονικό εἶναι τοῦτο: περισσότερο σοβαρός εἶναι ὁ κοινωνικός ἐρειπιών, ἡ φιλοσοφία τῆς τεμπελιᾶς σ’ ἕναν κόσμο πού δέν διδάχθηκε ὅτι τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς προκοπῆς εἶναι ἡ δουλειά· ὄχι ἡ κλεψιά καί ἡ τεμπελιά. Ἀπό τά 40 περίπου ἀθηναϊκά διηγήματα τό πιό ἐπίκαιρο εἶναι «Τά Χριστούγεννα τοῦ τεμπέλη», πού δημοσιεύθηκε κι αὐτό στήν «Ἀκρόπολιν» τό 1896.
Ὁ μαστρο-Παῦλος Πιστολέτος, διωγμένος ἀπό τήν οἰκογένειά του, ἐπειδή δέν προσεπόριζε τίποτε σ’ αὐτή, σάν κυνηγημένο σκυλί, περιφερόταν ἀπό ταβέρνα σέ ταβέρνα, ἀποζώντας ἀπό κάποια κεράσματα καί ἀναπτύσσοντας τήν θεωρία τῆς ραστώνης, «τό ντόλτσε φάρ νιέντε τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν». Χωρίς νά ἔχει διαβάσει τήν «Φιλοσοφία τῆς Τεμπελιᾶς» τοῦ Πώλ Λαφάργκ ἔχει φιλοδοξίες κοινωνικοῦ ἀναμορφωτῆ:
«Ἄν εἰς αὐτόν ἀνετίθετο νά συντάξη τόν κανονισμόν τῆς ἑβδομάδος, θά ὥριζε τήν Κυριακήν διά σχόλην (=ἀργία), τήν Δευτέρα διά χουζούρι, τήν Τρίτη διά σουλάτσο, τήν Τετάρτην, Πέμπτην, Παρασκευήν δι’ ἐργασίαν καί τό Σάββατον διά ξεκούρασμα».
Τόν κανονισμό αὐτόν ἐφάρμοσαν στόν παρόντα καιρό τά πολιτικά μας κόμματα. Καί προκόψαμε! Καί ὅπως ὁ μαστρο-Παῦλος, πού ἔστειλε χριστουγεννιάτικα ξένο γαλόπουλο κι ἄλλα ἐδέσματα στήν οἰκογένειά του, γιά νά δείξει ὅτι νοιάζεται γι’ αὐτή, ὅμοια καί οἱ κυβερνῆτες μας, μέ τίς περίφημες ἐπιδοτήσεις, ἔκαναν τήν κηδεία τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας μέ ξένα κόλλυβα. Καί τώρα, ὅπως ὁ μαστρο-Παῦλος, εἰσπράττουμε τή χλεύη τῶν πάντων. Ὁ ἀνεπρόκοπος πατέρας, μήν ξέροντας πώς ἡ ἀπάτη του εἶχε ἀποκαλυφθεῖ, κτύπησε βράδυ τῶν Χριστουγέννων τήν πόρτα τῆς οἰκίας του ἀλλ’ ἄκουσε μέσα ἀπό ἐκεῖ νά βγαίνει «βραχνός μορμορισμός» τοῦ τριετοῦς βλαστοῦ του:
– Τήν ὑγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμπελόσκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε τόν λάλο (=γαλοπούλα). Νά πάλε κι ἐσύ πέντε, κι ἄλλα πέντε, δέκα!
Δηλαδή, ὅ,τι εἰσπράττουμε κι ἐμεῖς. Φεύγοντας κατισχυμένος ὁ μαστρο-Παῦλος, ἄκουσε τήν σπιτονοικοκυρά του νά τοῦ λέει σάν τήν κ. Μέρκελ:
– Τό καλό πού σοῦ θέλω! Δρόμο τώρα, καί μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Κι ὁ μαστρο-Παῦλος συγκατένευσε: «Δρόμο ...δρόμο γιά δουλειά!». Ἄραγε, τώρα πού ἡ φτώχεια μᾶς κοιτάζει κατάμουτρα, θά συμμορφωθοῦμε; Θά πάρουμε τό δρόμο τῆς δουλειᾶς ἤ θ’ ἀφήσουμε τό μάζεμα τῆς ἐλιᾶς στούς Μαροκινούς πού ἐσχάτως πλημμύρισαν τήν Λακωνία;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εστία στις 24/12/2010
το είδαμε εδώ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου