Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ.
«Στο δικαστήριον επαρρησιάσθησαν μερικοί άτιμοι μικροί άνθρωποι, ψευδομάρτυρες και έλεγαν πως είδαν αναφορές και άλλα ψέματα. Ηλθαν απ’ όλα τα μέρη τίμιοι άνθρωποι νοικοκυραίοι, είπαν πως όλα αυτά είναι ψέματα {…} Μας κατέβασαν, μας εδιάβασαν την απόφασιν...
Είδα τόσες φορές το θάνατο, και δεν εφοβήθηκα ούτε τότε. Καλλίτερα είναι όπου σκοτωνόμουν άδικα παρά δίκαια. (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετά την ανακοίνωση της απόφασης). Τον Μάϊο του 1834 η Ελλάδα μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίτρια και τη δήθεν προστασία των μεγάλων δυνάμεων, αντιμετώπιζε καινούργια προβλήματα. Η βαυαροκρατία και τα νέα πολιτικά ήθη και έθιμα της εποχής αποφάσισαν να εξοντώσουν δύο από τους μεγαλύτερους ήρωες της Επανάστασης.
Οι στρατηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Πλαπούτας. Ο μεν πρώτος συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 και κλείστηκε στο Ιτς-Καλέ και ο δεύτερος τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Οι δύο τους είχαν συλληφθεί τον Σεπτέμβριο του 1833 μαζί με αρκετούς άλλους αγωνιστές επειδή 12 χρόνια μετά την Επανάσταση οργάνωσαν «συνομωσία επί σκοπώ να ταράξη την κοινήν ησυχία και να προσβάλλη την εσωτερικήν ασφάλειαν του κράτους και εις την εθνικήν ανεξαρτησία {…} Δεν άφησαν ουδεμίαν μυστικήν μηχανορραφίαν, ουδεμίαν ραδιουργίαν. Προσέφυγον εις την πειθώ, εις τας υποσχέσεις, εις ψεύδος για να κατορθώσουν τους προδοτικούς σκοπούς των, να παροξύνουν τους υπηκόους της Αυτού μεγαλειότητος και της υπέρτατης εξουσίας και επιφέρουν εμφύλιον πόλεμον, και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα του έθνους» (Απόσπασμα από το κατηγορητήριο του επιτρόπου).
Η βασική κατηγορία και για τους δύο κατηγορούμενους ήταν πως είχαν σκοπό την κατάλυση της αντιβασιλείας με τη βοήθεια της Ρωσίας. Ουσιαστικά η δίκη είχε να κάνει με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας για τον έλεγχο της Ελλάδας.
Η δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1834 και σύμφωνα με τα όσα έγραψε ο Αμβρόσιος Φραντζής (συγκατηγορούμενος στη δίκη) στην τετράτομη Επιτομή της Ιστορίας της Αναγγενηθείσης Ελλάδας το 1841 «αφού πρώτον ο Μάσσων και η συμμορία προετοίμασαν τα περίπου των 50 ψευδομαρτύρων πεπυρωμένα βέλη, ήλθον δε και υπέρ τους 280 αυτόκλητοι μάρτυρες διά να μαρτυρύσσωσιν υπέρ της αληθείας».
Ο Μάσσον ήταν το δεξί χέρι του άγγλου πρεσβευτή Ντώκινς και ήταν μάλιστα συνήγορος του δολοφόνου του Καποδίστρια και στην αγόρευσή του είχε ζητήσει την αθώωση του Μαυρομιχάλη. Στη δίκη του Κολοκοτρώνη δεξί χέρι του Μάσσον ήταν ο Κανέλος Δελληγιάννης, «επίλεκτο» μέλος του στρατοδικείου που καταδίκασε το 1853 τον Ιωάννη Μακρυγιάννη για «εσχάτη προδοσία».
Στις 10 Μαϊου 1834 έφτασε η ώρα της απόφασης και έφεραν τους δύο κατηγορούμενους στο δικαστήριο για την ανάγνωση της απόφασης. «Η έγγραφος απόφασις ήτις κατεδίκαζε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούταν εις κεφαλική ποινήν διά της λαιμητόμου, εκτελεστέαν εντός 24 ωρών και εντός του Ναυπλίου εις την Πλατεία του Ναυπλίου». Η απόφαση θα έπαιρνε σάρκα και οστά σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα εάν δεν διαφωνούσαν με το κατηγορητήριο δύο εκ των δικαστών, ο πρόεδρος Α. Πολυζωίδης και ο δικαστής Γ. Τερτσέτης, οι οποίοι δεν «ενέδωσαν να γίνωσιν συνένοχοι εις εν τοιούτον αδίκημα».
ο Κολοκοτρώνης μετά την ανάγνωση της απόφασης είπε το περίφημο «χαίρομαι διότι φονεύομαι άδικα». Μια φράση η οποία σε μεγάλο βαθμό αντανακλά πολλές από τις μεγάλες δίκες της σύγχρονης Ελλάδας και ιδιαίτερα από το τέλος του Εμφυλίου και μετά. Χιλιάδες κομμουνιστές που έδωσαν τη ζωή τους για μια Ελλάδα χωρίς νταβατζήδες και αφεντικά καταδικάστηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα από ανθρώπους που έκαναν την Ελλάδα προτεκτοράτο των Αγγλων και των Αμερικανών. Όπως είπε ο Κολοκοτρώνης το τελευταίο βράδυ πριν από την εκτέλεση της καταδίκης: «Είδα τόσες φορές το θάνατο, και δεν εφοβήθηκα ούτε τότε. Καλλίτερα είναι όπου σκοτωνόμουν άδικα παρά δίκαια. Τον Κολιόπουλο ελυπόμουν, διότι είχε μεγάλη φαμελιά. Εφάγαμεν το βράδυ. Την αυγή εκάμαμεν την διαθήκη μας και επροσμέναμεν την ώρα του θανάτου. Μετά από δύο ώρας εμάθαμε πως ο βασιλιάς μας έκαμε χάρη τη ζωή μας από το άδικο». Η απόφαση κατά του Κολοκοτρώνη μετατράπηκε σε 20ετή φυλάκιση λίγες ώρες αργότερα.
Είδα τόσες φορές το θάνατο, και δεν εφοβήθηκα ούτε τότε. Καλλίτερα είναι όπου σκοτωνόμουν άδικα παρά δίκαια. (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετά την ανακοίνωση της απόφασης). Τον Μάϊο του 1834 η Ελλάδα μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίτρια και τη δήθεν προστασία των μεγάλων δυνάμεων, αντιμετώπιζε καινούργια προβλήματα. Η βαυαροκρατία και τα νέα πολιτικά ήθη και έθιμα της εποχής αποφάσισαν να εξοντώσουν δύο από τους μεγαλύτερους ήρωες της Επανάστασης.
Οι στρατηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Πλαπούτας. Ο μεν πρώτος συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 και κλείστηκε στο Ιτς-Καλέ και ο δεύτερος τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Οι δύο τους είχαν συλληφθεί τον Σεπτέμβριο του 1833 μαζί με αρκετούς άλλους αγωνιστές επειδή 12 χρόνια μετά την Επανάσταση οργάνωσαν «συνομωσία επί σκοπώ να ταράξη την κοινήν ησυχία και να προσβάλλη την εσωτερικήν ασφάλειαν του κράτους και εις την εθνικήν ανεξαρτησία {…} Δεν άφησαν ουδεμίαν μυστικήν μηχανορραφίαν, ουδεμίαν ραδιουργίαν. Προσέφυγον εις την πειθώ, εις τας υποσχέσεις, εις ψεύδος για να κατορθώσουν τους προδοτικούς σκοπούς των, να παροξύνουν τους υπηκόους της Αυτού μεγαλειότητος και της υπέρτατης εξουσίας και επιφέρουν εμφύλιον πόλεμον, και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα του έθνους» (Απόσπασμα από το κατηγορητήριο του επιτρόπου).
Η βασική κατηγορία και για τους δύο κατηγορούμενους ήταν πως είχαν σκοπό την κατάλυση της αντιβασιλείας με τη βοήθεια της Ρωσίας. Ουσιαστικά η δίκη είχε να κάνει με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας για τον έλεγχο της Ελλάδας.
Η δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1834 και σύμφωνα με τα όσα έγραψε ο Αμβρόσιος Φραντζής (συγκατηγορούμενος στη δίκη) στην τετράτομη Επιτομή της Ιστορίας της Αναγγενηθείσης Ελλάδας το 1841 «αφού πρώτον ο Μάσσων και η συμμορία προετοίμασαν τα περίπου των 50 ψευδομαρτύρων πεπυρωμένα βέλη, ήλθον δε και υπέρ τους 280 αυτόκλητοι μάρτυρες διά να μαρτυρύσσωσιν υπέρ της αληθείας».
Ο Μάσσον ήταν το δεξί χέρι του άγγλου πρεσβευτή Ντώκινς και ήταν μάλιστα συνήγορος του δολοφόνου του Καποδίστρια και στην αγόρευσή του είχε ζητήσει την αθώωση του Μαυρομιχάλη. Στη δίκη του Κολοκοτρώνη δεξί χέρι του Μάσσον ήταν ο Κανέλος Δελληγιάννης, «επίλεκτο» μέλος του στρατοδικείου που καταδίκασε το 1853 τον Ιωάννη Μακρυγιάννη για «εσχάτη προδοσία».
Στις 10 Μαϊου 1834 έφτασε η ώρα της απόφασης και έφεραν τους δύο κατηγορούμενους στο δικαστήριο για την ανάγνωση της απόφασης. «Η έγγραφος απόφασις ήτις κατεδίκαζε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούταν εις κεφαλική ποινήν διά της λαιμητόμου, εκτελεστέαν εντός 24 ωρών και εντός του Ναυπλίου εις την Πλατεία του Ναυπλίου». Η απόφαση θα έπαιρνε σάρκα και οστά σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα εάν δεν διαφωνούσαν με το κατηγορητήριο δύο εκ των δικαστών, ο πρόεδρος Α. Πολυζωίδης και ο δικαστής Γ. Τερτσέτης, οι οποίοι δεν «ενέδωσαν να γίνωσιν συνένοχοι εις εν τοιούτον αδίκημα».
ο Κολοκοτρώνης μετά την ανάγνωση της απόφασης είπε το περίφημο «χαίρομαι διότι φονεύομαι άδικα». Μια φράση η οποία σε μεγάλο βαθμό αντανακλά πολλές από τις μεγάλες δίκες της σύγχρονης Ελλάδας και ιδιαίτερα από το τέλος του Εμφυλίου και μετά. Χιλιάδες κομμουνιστές που έδωσαν τη ζωή τους για μια Ελλάδα χωρίς νταβατζήδες και αφεντικά καταδικάστηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα από ανθρώπους που έκαναν την Ελλάδα προτεκτοράτο των Αγγλων και των Αμερικανών. Όπως είπε ο Κολοκοτρώνης το τελευταίο βράδυ πριν από την εκτέλεση της καταδίκης: «Είδα τόσες φορές το θάνατο, και δεν εφοβήθηκα ούτε τότε. Καλλίτερα είναι όπου σκοτωνόμουν άδικα παρά δίκαια. Τον Κολιόπουλο ελυπόμουν, διότι είχε μεγάλη φαμελιά. Εφάγαμεν το βράδυ. Την αυγή εκάμαμεν την διαθήκη μας και επροσμέναμεν την ώρα του θανάτου. Μετά από δύο ώρας εμάθαμε πως ο βασιλιάς μας έκαμε χάρη τη ζωή μας από το άδικο». Η απόφαση κατά του Κολοκοτρώνη μετατράπηκε σε 20ετή φυλάκιση λίγες ώρες αργότερα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου