ΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ
Τὸ περιβόητο Ἐκτελεστικό, μὲ πρόεδρο τὸ Γ. Κουντουριώτη καὶ γραμματέα τὸν Μαυροκορδᾶτο, ἄρχισε νὰ συζητᾶ πὼς ὁ μόνος τρόπος γιὰ ν᾿ ἀντιμετωπιστεῖ ὁ Ἰμπραὴμ ἦταν νὰ σχηματιστεῖ, μὲ τὰ χρήματα τοῦ δεύτερου δανείου τῶν δυὸ ἑκατομμυρίων λιρῶν, μισθωτὸς στρατὸς στὴν Ἀμερικὴ ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ πολεμήσει στὴν Ἑλλάδα! Ὡσὰν ὁ Ἰμπραὴμ θὰ καρτέραγε νὰ φτιαχτεῖ πρὶν ὁ στρατός, νὰ μεταφερθεῖ, μὲ Ἱστιοφόρο τότε, ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου στὸν τόπο μας κι ἔπειτα νὰ μᾶς πολεμήσει. Ἡ ἐξωφρενικὴ αὐτὴ πρόταση βρίσκει, σωστά, τούτη...
δῶ τὴν κριτικὴ τοῦ Κόκκινου: «Τὸ πράγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δὲν ἀντελαμβάνοντο τὴν φοβερὰ πραγματικότητα οἱ ἀποκλείοντες τὴν λῆψιν σοβαρῶν στρατιωτικῶν μέτρων ἐντὸς αὐτῆς τῆς Πελοποννήσου διὰ τῆς χρησιμοποιήσεώς των εἰς τὴν φυλακὴν ἢ ὑπὸ καταδίωξιν Πελοποννησίων ἀρχηγῶν, διότι αὐτοὶ ἦσαν οἱ συζητοῦντες τὴν μετάκλησιν ξένου στρατοῦ, ἀνυπάρκτου ἀκόμη, πρὸς ἀντιμετώπισιν τοῦ Ἰμβραήμ». Ἂν ὅμως οἱ ἀνώτατοι τότε ἄρχοντες, τὸ Ἐκτελεστικό, δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει ὅ,τι καταλάβαιναν καὶ οἱ πιὸ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, πὼς μπροστὰ στὸν τρομερὸ κίνδυνο ἔπρεπε νὰ ξεχαστοῦν τὰ πολιτικὰ πάθη καὶ οἱ Ἕλληνες, ἑνωμένοι, ν᾿ ἀντιβγοῦν στὸ νέο καὶ τόσο ἐπίφοβο ἐχθρό, εὐτυχῶς βρέθηκαν, μέσα στὴν ἴδια τὴν κυβέρνηση, ἄλλοι ποὺ συνειδητοποίησαν τὸ χρέος τοὺς πρὸς τὴν πατρίδα. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς, πρῶτος καὶ πιὸ δυναμικός, ξεχώρισε ὁ Παπαφλέσσας ποὺ ἦταν τότε ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε βυθιστεῖ στὶς πολιτικὲς δολοπλοκίες καὶ στοὺς ἐμφύλιους σπαραγμοὺς ὡς τὸ λαιμό. Εἶχε κατεβεῖ καὶ τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς σκάλας τοῦ κακοῦ. Μὰ μπρὸς στὴ νέα συμφορὰ ποὺ χτύπαγε τὴν ἐπανάσταση, ξαναβρῆκε τὸν καλύτερο ἑαυτό του, τὸν Παπαφλέσσα τῆς συνέλευσης τῆς Βοστίτσας. Καὶ τότε ὄχι μονάχα διακήρυξε πὼς χρειαζόταν νὰ δοθεῖ ἀμνηστία στοὺς φυγάδες - Ζαΐμη, Λόντο, Νικηταρᾶ - καὶ στοὺς φυλακισμένους, μὰ κι ἀποφάσισε πὼς τὰ λόγια δὲν ἔφταναν. Χρειαζόταν ἡ ἄμεση ἐνάντια στὸν Ἰμπραὴμ δράση. Καὶ τὴν πῆρε πάνω του. Παράτησε τὸ μικρόψυχο καὶ κολασμένο ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῆς ἀνάξιας κυβέρνησης Ἀνάπλι κι ἔφυγε, στὰ τέλη τοῦ Ἀπρίλη, νὰ ξεσηκώσει τὸ Μοριᾶ ἐνάντια στὸν Ἰμπραήμ.
Ἐκεῖνες τὶς μέρες εἶχε φτάσει στ᾿ Ἀνάπλι ὁ Γάλλος στρατηγὸς Ρός, σταλμένος ἀπὸ τὸ φιλελληνικὸ κομιτάτο τοῦ Παρισιοῦ. Τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἢ μυστικὴ πολιτικὴ ἀποστολὴ νὰ πείσει τοὺς Ἕλληνες, ὅταν θὰ ἀποχτοῦσαν τὴν ἀνεξαρτησία τους, νὰ γυρέψουν γιὰ βασιλιὰ τὸ δούκα τοῦ Νεμούρ. Ὁ Παπαφλέσσας φεύγοντας ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι πῆρε μαζί του τὸν ὑπασπιστὴ τοῦ Γάλλου στρατηγοῦ, ἂν καὶ ἤτανε ἀντίθετος στὶς προσπάθειες ποὺ γίνονταν ν᾿ ἀποχτήσει ἡ Ἑλλάδα ξένο βασιλιά. Σύμφωνα μὲ τὸν Σπηλιάδη ἔλεγε: «Καὶ τί θὰ σημαίνω ἐγὼ πλέον εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐὰν ἔλθει βασιλεύς; Καὶ δὲν θὰ πνίξει ὁ βασιλεὺς τὸν σπόρον τῆς ἐλευθερίας, διὰ τὴν ὁποίαν ἀπολλύμεθα οἱ Ἕλληνες; Καὶ θὰ δυνηθωσι πλέον οὖτοι ν᾿ ἀποσείσωσι τὸν ζυγὸν βασιλέως πεπολιτισμένου, καὶ νὰ μὴ διατρέξωσι κινδύνους φοβερωτέρους ἢ τοὺς σημερινούς;» Κι ὁ Σπηλιάδης προσθέτει: «Καὶ ἴσως εἶχε δίκαιον».
Ὁ Παπαφλέσσας ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι τράβηξε γιὰ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ μέσα στὶς τρεῖς μονάχα μέρες ποὺ ἔμεινε σ᾿ αὐτὴ σχημάτισε τὸν πυρήνα τοῦ ἐκστρατευτικοῦ του σώματος. Στὶς ἐκκλήσεις ποὺ ἔκανε πρόστρεξαν καπεταναῖοι κι ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὴν Ἀργολίδα, τὸ Λεβίδι, τὶς Κερασιὲς κι ἀπὸ τὸν κάμπο τῆς Τριπολιτσᾶς. Ἦταν ἴσαμε ἑφτακόσιοι.
Ἀπὸ τὴν Τριπολιτσᾶ πῆγε στὸ Λεοντάρι, ὅπου ἔσμιξαν μαζί του ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ᾿ ἑκατὸν πενήντα παλικάρια, ὁ Α. Κουμουνδοῦρος, ὁ Παν. Μπούρας, ὁ Ἀδαμάκης Ἀποστολόπουλος κι ὁ Ν. Κουλοχέρας μὲ τοὺς νταϊφάδες τους. Ὕστερα ἀπὸ δυὸ μέρες ἔφτασε στοὺς Λάκκους. Ἐκεῖ δυνάμωσαν τὸ στράτευμά του ὁ Γιώργης Μποῦτος ἀπὸ τὸ Μελιγαλᾶ κι ὁ Καρακίτσος ἀπὸ τὸ Κατσαρό. Κίνησε γιὰ τὴ Φρουτζάλα. Σ᾿ αὐτὴ συναντήθηκε μὲ τοὺς ἄοπλους ἀγωνιστὲς τοῦ Νιόκαστρου καὶ μὲ τὸν Μανιάτη Μούρτζινο. Ὁ τελευταῖος, ἂν καὶ φίλος του, ἀρνήθηκε νὰ τὸν βοηθήσει ὅπως μιὰ ἀνεψιὰ τοῦ Παπαφλέσσα, ἡ κόρη τοῦ Νικήτα, εἶχε παντρευτεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς θανάσιμους τοπικοὺς ἐχθρούς του, τὸν Κωνσταντῖνο Μαυρομιχάλη.
Ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στὸ χωριὸ Κουφάρι τῆς Μεσσηνίας, κατάκοιτος ἀπὸ ποδάγρα. Σὰν ἔμαθε πὼς ἔρχεται μὲ στράτευμα ὁ Παπαφλέσσας τοῦ ἔγραψε θερμὸ γράμμα, ὅπου σ᾿ αὐτὸ τοῦ ἔλεγε πὼς ὁ Ἰμπραὴμ «εἶναι ἄλλος Ναπολέων ἢ Πύρρος τῆς Ἠπείρου, καὶ τέλος, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ δυνηθεῖ κατὰ πρῶτον νὰ τὸν πολεμήσει, εἰ δὲ μὴ τετέλεσται, τὸ ἔθνος χάνεται».
Μαθαίνει πὼς ἡ κυβέρνηση ἀποφάσισε ν᾿ ἀμνηστέψει τοὺς φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στὶς 14 τοῦ Μάη, καὶ γράφει συστήνοντας νὰ τοὺς βγάλουν χωρὶς τὸ παραμικρὸ χασομέρι, καὶ ξέχωρα τὸν Κολοκοτρώνη, ποὺ ἔπρεπε νὰ τοῦ δοθεῖ ἀμέσως ἡ ἀρχιστρατηγία.
Ὁ Παπαφλέσσας τοῦ ἀποκρίνεται:
Νικήτα,
Ἔλαβα τὴν ἐπιστολήν σου καὶ εἰς ἀπάντησίν σοῦ λέγω ὅτι δὲν εἶμαι σὰν καὶ σὲ καὶ σὰν τὸν κουμπάρο σου τὸν Κεφάλα, ὅπου τρέχετε ἀπὸ ράχη σὲ ράχη στοὺς Ἁηλιάδες.
Ἐγὼ ἅπαξ ὡρκίσθην νὰ χύσω τὸ αἷμα μου εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς πατρίδoς, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὥρα. Εὔχομαι δὲ εἰς τὸν Θεὸν πρώτη μπάλα τοῦ Ἰμβραὴμ νὰ μὲ πάρει εἰς τὸ κεφάλι, διότι σᾶς γράφω νὰ ταχύνετε τὸν ἐρχομόν σας καὶ σεῖς μοῦ γράφετε κoυρoυφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη καὶ τελευταία ἐπιστολή μου εἶναι αὕτη. Βάστα την νὰ τὴν διαβάζεις καμία φορὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι καὶ νὰ κλαῖς.
Παπαφλέσσας
Εἶναι φανερό, ἀπὸ τὸ γράμμα αὐτό, πὼς ὁ Παπαφλέσσας εἶχε συνείδηση πὼς τράβαγε στὸ χαμό του.
Ὁ στρατός του ἀνέβαινε τώρα σὲ 1500 ἄντρες. Δύναμη βέβαια ὁλότελα ἀσήμαντη γιὰ ν᾿ ἀντιβγεῖ στ᾿ ἀσκέρι τοῦ Ἰμπραήμ. Μὰ νά, παίρνει εὐχάριστες εἰδήσεις: ἀπὸ τὸν Δημήτρη Πλαπούτα ἀπὸ τὸν Ἀετὸ πὼς ἔρχεται νὰ τὸν συντρέξει μὲ 1600 νοματαίους, ἀπὸ τοὺς καπεταναίους τῆς Ἀρκαδίας, ἀπὸ τὸ χωριὸ Μάλι, ἑφτὰ ὦρες δρόμο ἀπὸ τὴ Δραΐνα, πὼς βρίσκονταν ἐκεῖ μὲ 2000 ἀγωνιστές, ἀπὸ τὸν ἀδερφό του Νικήτα πὼς ἔφτασε στὴ Φρουτζάλα κι ἐρχόταν μὲ 700 νοματαίους κι ἀπὸ τὸν Ἠλία Κατσάκο ἀπὸ τὴν Καλαμάτα πὼς εἶχε κάτω ἀπὸ τὶς προσταγές του 1000 πολεμιστές. Ὅλοι μαζὶ ἴσαμε πέντε χιλιάδες. Ὅσο κι ἂν τοὺς ἀριθμοὺς αὐτοὺς τοὺς λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντικὴ ἐπικουρία, ὅπως τὰ στρατεύματα κι ἐμπειροπόλεμα ἦταν καὶ εἶχαν καὶ ἄξιους ἀρχηγούς. Τί θὰ ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κάνει ὁ Παπαφλέσσας; Ὅ,τι θὰ ἔκανε κι ὅποιος ἄλλος πολεμάρχης νὰ καρτερέψει στὰ ὀρεινὰ τὶς δυνάμεις αὐτὲς ποὺ ἐρχόταν σὲ βοήθειά του. Κι ὅμως ἔπραξε τ᾿ ἀντίθετο. Μόλις ἔμαθε πὼς ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ναβαρίνο ὁ Ἰμπραήμ, ρωτᾶ «τοὺς ἐντοπίους ποιὸς τόπος, βουνὸν ἢ χωρίον εἶναι ὑψηλὸν ὥστε νὰ βλέπει τὸ Νεόκαστρον καὶ ὅλοι τοῦ εἶπαν, ὅτι εἶναι Παιδεμένου καὶ Μανιάκι».
Δίχως νὰ χάσει στιγμὴ φεύγει στὶς 18 τοῦ Μάη ἀπὸ τὴ Δραΐνα καὶ φτάνει, δυὸ ὧρες πρὶν ἀπὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα, στὸ Μανιάκι.
Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Παπαφλέσσας ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δραΐνα φτάνουν σὲ βοήθειά του ὁ Ἠλίας Κέρμας μὲ 120 Κοντοβουνίσιους, ὁ Θανασούλας Καπετανάκης μὲ 80, ὁ Π. Κεφάλας μὲ 20, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς κι ὁ Τσαλαφατίνος μὲ 120 Μανιάτες, ὁ Στ. Καπετανάκης μὲ 20, ὁ Λίβας, ὁ Μπιτσιάνης κι ὁ ἀδερφός του Γιώργης Δικαῖος μὲ 80. Ἔτσι ὅταν ἔφτασε στὸ Μανιάκι ὁ Παπαφλέσσας εἶχε μαζί του ἴσαμε δυὸ χιλιάδες ἄντρες.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔταξε καραούλια στὸ βουνὸ Μαμλαβᾶ, πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Βλαχόπουλο, ἀπ᾿ ὅπου βλέπανε ὅλο τὸν κάμπο καὶ πρὸς τὸ Ναβαρίνο. Ἔπειτα κοίταξε μὲ τοὺς ἄλλους καπεταναίους τὶς θέσεις, λίγο πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ Μανιάκι, ὅπου λογάριαζε νὰ ταμπουρωθοῦν γιὰ ν᾿ ἀντικρούσουν τὸν ἐχθρό. Κατὰ τὸ δειλινὸ τὰ καραούλια κάνανε σημεῖα πὼς ὁ στρατὸς τοῦ Ἰμπραὴμ φάνηκε καὶ τράβαγε γιὰ τὰ Χίλια Χωριά. Ὁ Παπαφλέσσας τότε πρόσταξε ν᾿ ἀνάψουν ὅσες μποροῦσαν πιότερες φωτιὲς γιὰ νὰ νομίσει ὁ ἐχθρὸς πὼς δυνατὸ καὶ πολυάριθμο ἦταν τὸ στρατόπεδό μας. Πραγματικὰ ὁ Ἰμπραὴμ σταμάτησε καὶ πέρασε τὴ νύχτα στὰ Χίλια Χωριά.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, 20 τοῦ Μάη, οἱ δικοί μας ἄρχισαν νὰ φτιάνουν τρία ταμπούρια. Τὸ πρῶτο, τὸ πιὸ βορινό, θὰ τὸ ἔπιανε ὁ Παπαφλέσσας, τὸ δεύτερο ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης Φλέσσας καὶ τὸ τρίτο, τὸ πιὸ νότιο, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς μὲ τοὺς Μανιάτες. «Ὁ τόπος ὅπου ἔγιναν τὰ ὀχυρώματα ταῦτα ἦσαν πλάγια, καὶ ὄχι ράχες, οὔτε κορυφή, διὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν ἐχθρὸν νὰ μὴ συγκεντροῦται ἐκ τῶν ὄπισθεν». Καὶ ἦταν ἀκόμα πιὸ δύσκολη ἡ ὑπεράσπισή του, ἀφοῦ ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὰ ταμπούρια καὶ στὰ μέρη ποὺ μποροῦσε νὰ προστατευτεῖ ὁ ἐχθρὸς στεκόταν μικρὴ κι ἔτσι οἱ δικοί μας «δὲν εἶχον οὐδὲ τὸν ἀπαιτούμενον χρόνον νὰ γεμίζουν δὶς καὶ τρὶς τὰ ὅπλα των».
Ἔπειτα ἀπὸ δυὸ ὧρες ποὺ βγῆκε ὁ ἥλιος τ᾿ ἀσκέρι τοῦ Ἰμπραὴμ ἔφτασε στὸ βουνὸ πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκάρμιγκα, μισὴ ὥρα δρόμο ἀπὸ τὰ ταμπούρια μας. «Ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες εἶδαν τὸ πολυπληθὲς στράτευμα τῶν Τούρκων, τὸ ὁποῖον ἐσκέπασεν ὅλον τὸν τόπον, ὅσον βλέπει τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου, ἐνταῦθα ἄρχισαν νὰ μουρμουρίζουν καὶ κάποιος εἶπεν ὅτι:
-Ἔχετε ἄλoγoν, καβαλᾶτε ὕστερον καὶ φεύγετε !...
Τ᾿ ἀκούει ὁ Παπαφλέσσας κι ἀμέσως φωνάζει τὸν γραμματικό του Τισαμενὸ καὶ τὸν προστάζει νὰ πάρει τ᾿ ἄλογά του κι ὅλους τοὺς ψυχογιούς του ἐξὸν ἀπὸ τὸν Μιχάλη Σταϊκόπουλο καὶ νὰ πάει στὴν ἀντικρινὴ ράχη. Μὰ νά, κάμποσοι στρατιῶτες, λογαριάζοντας πὼς ἦταν χαμένοι ἂν ἔμεναν στὰ πόστα ποὺ κράταγαν, πέφτουν στὸ Κρυόρεμα κι ἀρχίζουν νὰ λακᾶνε. Τὸ σκάζει τότε, μ᾿ ὅλους τοὺς δικούς του, κι ὁ Σταυριανὸς Καπετανάκης. «Τοῦτον δὲ βλέποντες καὶ ἄλλοι φεύγοντας παρεκινήθησαν καὶ αὐτοὶ καὶ ἐδόθησαν εἰς φυγὴν διὰ τοῦ αὐτοῦ ρεύματος. Ἔφυγαν δὲ ὑπὲρ τοὺς χιλίους».
Μόλις πρόλαβαν νὰ ξεφύγουν καὶ κινήθηκε ἡ καβαλαρία τοῦ Ἰμπραήμ. Μπῆκε, ἀπὸ τὰ δεξιά, στὸ ρέμα καὶ προχώρησε πέρα ἀπὸ τὸ ταμπούρι ποὺ κράταγε ὁ Παπαφλέσσας. Ἀπὸ τ᾿ ἀριστερὰ χωρίστηκε σὲ δυὸ κολόνες. Ἐκείνη ποὺ τράβηξε πιὸ δυτικὰ εἶχε σκοπὸ νὰ ἐμποδίσει τυχὸν ἐπικουρίες ποὺ θἄφταναν. Οἱ δικοί μας βρίσκονταν πιὰ κυκλωμένοι. Ὁ Παπαφλέσσας ὅμως «νόμισε τοῦτο μεγάλον εὐτύχημα, διὰ νὰ συνέλθουν ὅλοι ὁμοῦ οἱ Ἕλληνες καὶ νὰ πολεμοῦν καλλίτερα καὶ ἀποφασιστικότερα, καὶ νὰ μὴ λιποτακτοῦν».
Διατάζει νὰ μετρήσουν πόσοι εἶχαν ἀπομείνει καὶ βρίσκονται λιγότεροι ἀπὸ χίλιοι. Καθὼς ἦταν συναγμένοι τοὺς βγάζει φλογερὸ λόγο θυμίζοντάς τους τὶς νίκες στὸ Βαλτέτσι, στὸ Λεβίδι, στὴ Γράνα, στὰ Βέρβενα καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη.
- Ὅπου νἆναι φτάνουν, τοὺς λέει, δεκαπέντε χιλιάδες πατριῶτες σὲ βοήθειά μας, ὁ Πλαπούτας κι ὅλοι οἱ Ἀρκαδινοί, ὁ ἀδερφός μου Νικήτας, ὁ Κατσάκος κι ἄλλοι Μανιάτες. Σὲ μία ὥρα θἆναι ἐδῶ. Θὰ τριγυρίσουν τ᾿ ἀσκέρι τοῦ Ἰμπραὴμ καὶ θὰ τὸ χτυπᾶνε ἀπὸ τὶς πλάτες. Ἀδέρφια! ἡ πατρίδα καρτεράει ἀπὸ μᾶς νὰ δοξαστεῖ ξανὰ ἀπὸ τὴ νίκη μας!
Μὰ πρὶν καλὰ-καλὰ τελειώσει τὴν ὁμιλία του, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς καπεταναίους «ἰδόντες τὸν προφανῆ κίνδυνον» παρακινοῦσαν τὸν ἀνεψιό του Δημήτρη νὰ τοῦ πεῖ νὰ κάνουνε γιουρούσι καὶ διασπώντας τὶς γραμμὲς τῆς ἐχθρικῆς καβαλαρίας νὰ γλιτώσουν ὅσοι τοὺς εὐνοήσει ἡ τύχη. «Κανείς», ὅμως, «δὲν ἐτόλμα νὰ τοῦ ἐκστομίσῃ τοιοῦτόν τι κατὰ πρόσωπον». Τὸν σιμώνουν τέλος ὁ Κεφάλας κι ὁ Παπα-Γιώργης, γνωστοὶ καὶ οἱ δυὸ γιὰ τὴν παλικαριά τους, καὶ τοῦ λένε, ἀπὸ μέρος ὅλων τῶν καπεταναίων, πὼς αὐτὴ στεκόταν ἡ τελευταία τους εὐκαιρία νὰ σωθοῦν. Τότε ὁ Παπαφλέσσας ἀποκρίνεται στὸν Κεφάλα:
- Ἔχασα τὶς ἐλπίδες ποὺ στήριζα πάνω σου. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὲς καὶ τὴν ὑπόληψη ποὺ εἶχα γιὰ σένα.
Ἔπειτα γυρνᾶ, πιάνει τὸν Παπαγιώργη ἀπὸ τὰ γένια καὶ τραβώντας τα τοῦ λέει:
- Μοῦ τὰ ντρόπιασες, Παπαγιώργη!
Σταματᾶ μία στιγμὴ καὶ ὕστερα τοῦ ξαναλέγει:
- Ποῦ νὰ πᾶμε νὰ φύγουμε; Ἔχουμε τακτικὸ στράτευμα ὅπου, ὅταν θὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ ταμπούρια, θ᾿ ἀποτραβηχτεῖ μὲ τάξη πολεμώντας; Δὲν ξέρεις τάχα πὼς οἱ ἄτακτοι ἅμα βγοῦν ἀπὸ τὰ ταμπούρια σκορπίζουν κι ὁ καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε πέντε καβαλαραῖοι τοῦ Ἰμπραὴμ θὰ μᾶς σφάξουν ὅλους. Καὶ θ᾿ ἀκολουθήσει μεγάλο κακὸ γιὰ τὸ ἔθνος ὅπως θὰ ψυχωθοῦν οἱ ἐχθροὶ καὶ θὰ δειλιάσουν οἱ δικοί μας. Τί φοβᾶσαι, Παπαγιώργη; Ἐσὺ ξέρεις τὰ γράμματα ποὺ ἔγραψα καὶ πῆρα. Σὲ ρωτῶ, ἔχεις ἀμφιβολίες πὼς μέσα σὲ δυὸ ὧρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δὲ θὰ χτυπᾶνε ἀπέξω τὸν Ἰμπραήμ; Ἀκόμα κι ἄλλοι νὰ μὴν ἔρθουν ὁ Πλαπούτας δὲ θὰ λείψει. Εἶμαι βέβαιος πὼς θὰ νικήσουμε. Ἂν ὅμως, ὃ μὴ γένοιτο, νικηθοῦμε, θ᾿ ἀδυνατίσουμε τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἡ ἱστορία θὰ ὀνομάσει τοῦτον τὸν πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, Παπαγιώργη!
Ἴσως ἡ τελευταία αὐτὴ φράση νὰ κρύβει ὅλο τὸ μυστικὸ τῆς ὑποσυνείδητης παρόρμησής του ν᾿ ἀντιμετωπίσει, κάτω ἀπὸ τόσο ἀπελπιστικὲς συνθῆκες, τὸν ἐχθρό. Ἔταξε στὸν ἑαυτό του νὰ νικήσει ἢ νὰ πεθάνει. Ἡ Ῥούμελη εἶχε τὸ «νέο Λεωνίδα της», τὸν Ἀθανάσιο Διάκο, ποὺ κάτω ἀπὸ παρόμοιες συνθῆκες δὲν πισωδρόμησε στὴν Ἀλαμάνα. Τώρα, στὸ πρόσωπο τοῦ Παπαφλέσσα, θ᾿ ἀποχτοῦσε στὸ Μανιάκι κι ὁ Μοριᾶς τὸν Λεωνίδα του.
Ὅταν ἔπαψε νὰ μιλάει ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Μανιάτης Βοϊδὴς εἶπε τὰ ἀξιομνημόνευτα τοῦτα λόγια:
- Πᾶμε στὰ ταμπούρια μας κι ὅποιος θὰ μείνει γιαμά, ἂς ἀκούει τῶν γυναικῶν τὰ μοιρολόγια!...
Καὶ τράβηξαν στὰ ταμπούρια τους ξέροντας πὼς τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἀπόμενε ἦταν νὰ θυσιαστοῦν. Μόλις πρόλαβαν νὰ φτάσουν σ᾿ αὐτὰ κι ὁ Ἰμπραὴμ ξαπολᾶ τὴν ἐπίθεσή του. Τὰ τάγματα τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ του προχωροῦσαν χωρὶς νὰ λογαριάζουν τὸ θάνατο ποὺ σκόρπιζαν τὰ καριοφίλια τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Παπαφλέσσας, καθὼς εἴπαμε, κράταγε τὸ βορινὸ ταμπούρι «τὸ μᾶλλον ἀδύνατον καὶ ἐπικίνδυνον». Φορώντας τὴν περικεφαλαία του στεκόταν ὄρθιος πάνω σὲ μιὰ πέτρα πιὸ ψηλὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες, ποὺ «εἶχε προσέτι καὶ μίαν μικρὰν ἀχράδα (γκορτζούλα), ἀπὸ ἐκεῖ διεύθυνε τὸν ἀγώνα, δίνοντας μὲ τὸ παράδειγμά του θάρρος στοὺς δικούς μας. Δίπλα του στεκόταν ὁ νεαρὸς Γάλλος ἐθελοντὴς πού, εἶχε κατέβει πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ στὴν Ἑλλάδα μαζὶ μὲ τὸν στρατηγὸ Ρός. Καμία βέβαια εὐγνωμοσύνη δὲν τρέφει ἡ πατρίδα μας γιὰ τὸ στρατηγὸ Ρός. Ἀντίθετα ὅμως μὲ σεβασμὸ μνημονεύει τὸν ἀνώνυμο νεαρὸ Γάλλο, ποὺ πολεμώντας παλικαρίσια βρῆκε τὸ θάνατο κείνη τὴ μέρα δίπλα στὸν Παπαφλέσσα.
Τὸ μεσημέρι κάλεσαν οἱ σάλπιγγες τοῦ ἐχθροῦ τὸν αἰγυπτιακὸ στρατὸ νὰ πάψει τὴν ἐπίθεσή του καὶ ν᾿ ἀποσυρθεῖ γιὰ νὰ κολατσίσει. Ὅσο ποὺ «οἱ νεροκουβαλητάδες ἐπήγαινον καὶ ἤρχοντο δίδοντες νερὸν εἰς τοὺς διψώντας στρατιῶτας», οἱ καπεταναῖοι μας τρέξανε νὰ βροῦνε τὸν Παπαφλέσσα.
- Καλὸ εἶναι, τοῦ λένε, νὰ φύγουμε τώρα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ξαποσταίνουν καὶ τρῶνε ψωμί. Νὰ τραβήξουμε κατὰ τὴν Ἁγιά, γιατὶ, καθὼς θἄχουμε βοηθὸ τὸ βουνό, οἱ καβαλαραίoι τους λίγους θὰ σκοτώσουνε. Τὸ πολὺ θὰ φᾶνε πενήντα ὡς ἑκατὸ ἀπὸ μᾶς; μὰ οἱ ἄλλοι θὰ σωθοῦνε καὶ θὰ σώσουμε κι ἐσένα γιὰ νὰ φανεῖς, σ᾿ ἄλλη περίσταση, χρήσιμος στὴν πατρίδα. Ὁ Παπαφλέσσας τοὺς ἀποκρίθηκε:
-Ἐγὼ σᾶς εἶπα καὶ πρῶτα καὶ τώρα σᾶς τὸ λέγω τὴ φευγάλα νὰ μὴν τὴ βάζετε διόλου στὸ νοῦ σας, γιατὶ ἐμεῖς χανόμαστε ἄδικα ἂν πέσουμε πάνω στὴ φωτιὰ τοῦ ἐχθροῦ. Ὄχι, δὲ θὰ παραδώσω τοὺς Ἕλληνες μόνος μου στ᾿ ἀδιάκοπο ντουφέκι τοῦ τακτικοῦ! Ἔπειτα ἐμεῖς καρτερᾶμε τὴ βοήθεια πού, καθὼς γνωρίζετε, θὰ φτάσει ὥρα τὴν ὥρα. Παγαίνετε τώρα στὰ πόστα σας!..
Γύρισαν στὰ ταμπούρια τους καὶ σὲ λίγο ἐξαπολύθηκε τὸ γενικὸ γιουρούσι τοῦ ἐχθροῦ. Δυὸ φορὲς ἔφτασαν ἴσαμε τὶς θέσεις ποὺ κράταγαν οἱ Ἕλληνες, μ᾿ ἀναγκάστηκαν νὰ πισωδρομήσουν. Κι ἐνῶ ἑτοιμάζονταν νὰ ξεχυθοῦν σὲ τρίτο γιουρούσι, ἀκούστηκε βορινὰ μία μπαταριά. Ἦταν ὁ Πλαπούτας ποὺ ἔφτανε μὲ χίλια πεντακόσια παλικάρια. Ὁ Ἰμπραὴμ τότε, γυρεύοντας νὰ προλάβει τὴ βοήθεια ποὺ ἐρχόταν, ρίχνει ὅλες του τὶς δυνάμεις πάνω στοὺς δικούς μας. Οἱ ἐχθροὶ πάτησαν πρῶτο τὸ ταμπούρι τοῦ Παπαφλέσσα. Ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης παρατάει τὸ πόστο του καὶ τρέχει νὰ βοηθήσει τὸ θεῖο του. Τὸν βλέπει ὁ Παπαφλέσσας καὶ τὸν προστάζει νὰ γυρίσει πίσω καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴ δική του θέση. Μὰ ὅταν ἔφτασε σ᾿ αὐτὴ βρῆκε νὰ τὴν ἔχουν πατήσει οἱ ἐχθροί. «Ἐκεῖ κτυπῶν καὶ κτυπούμενος ὑπὸ πολλῶν Τούρκων ἐχάθη καὶ αὐτὸς καὶ οἱ στρατιῶται του».
Στὸ ταμπούρι τοῦ Παπαφλέσσα ἀνακατώθηκαν τοῦρκοι κι Ἕλληνες καὶ γίνηκαν ὅλοι ἕνα. Ὅπως οἱ ἐχθροὶ φόραγαν κόκκινες στολές, «ὁ τόπος ὅλος ἐκοκκίνισεν ἀπὸ αὐτὲς κι ἀπὸ τὰ αἵματα». Ὁ σημαιοφόρος τοῦ Παπαφλέσσα, ὁ Δημήτρης ἀπὸ τὴ Χίο, γιὰ νὰ μὴν πέσει ἡ σημαία στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ τὴν σκίζει, τὴ χώνει στὸ στῆθος του, σπάζει καὶ τὸ σταυρὸ τοῦ κονταριοῦ καὶ τὸν βάζει στὸ σελάχι του, καὶ μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι σὰν ἀστραπὴ χιμᾶ πάνω στὸ τούρκικο ἀσκέρι καὶ φεύγει. «Ἡ παλικαριά του εἶναι ἀμίμητος», γράφει ὁ Φωτάκος.
Τελευταῖο ἔπεσε τὸ ταμπούρι τοῦ Πιέρου Βοϊδη, ποὺ κράταγαν οἱ Μανιάτες, καθὼς ἦταν τὸ πιὸ δυνατὸ ἀπ᾿ ὅλα. Ὅσoι ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἀπόμεναν ἀκόμα ζωντανοὶ ρίχνονται μέσα στὸ ρέμα καὶ κάνουνε νὰ φύγουν κατὰ τὴν Ἀνδροῦσα. Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ἀκουγόταν πιὰ «ἀπὸ τὰ λιανίσματα τῶν σπαθιῶν καὶ τῶν γιαταγανιῶν».
Στὴν ἔξοδο τῆς ρεματιᾶς ἕνα τάγμα τοῦ ἐχθροῦ καρτέραγε τοὺς ἑκατὸν πενήντα δικούς μας ποὺ ἦταν ἀκόμα ζωντανοί. Δὲν τοὺς ἀπόμενε παρὰ ν᾿ ἀνοίξουν δρόμο μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. Τὸ κατόρθωσαν μὰ οἱ πιότεροι ἀπόμειναν γιὰ πάντα ἐκεῖ.
Σιγὰ-σιγὰ σκόρπαγε ὁ καπνὸς τῆς μάχης. Οἱ νικητὲς τότε βάλθηκαν νὰ σκυλεύουν τοὺς σκοτωμένους. Ὕστερα ἄρχισαν νὰ κόβουν τ᾿ αὐτιά τους, νὰ τὰ πάνε στὸν Ἰμπραὴμ νὰ πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξὺ των ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἔχει περισσότερα».
Κατέβηκε τέλος κι ὁ Ἰμπραὴμ στὸ ταμπούρι τοῦ Παπαφλέσσα. Ἀφοῦ ἔκανε ντουάδες στὸν Ἀλλὰχ γιὰ τὴ νίκη, πρόσταξε τὸ στρατό του νὰ ρίξει τρεῖς νικητήριες μπαταριές. Μετὰ παράγγειλε νὰ τοῦ φέρουν τὸ κουφάρι τοῦ Παπαφλέσσα. Βρῆκαν τὸ ἀκέφαλο κορμί του. Δίπλα του κείτονταν νεκρὸς ὁ νεαρὸς Γάλλος κι ὁλόγυρα πλῆθος τὰ κουφάρια τῶν ἐχθρῶν. Λίγο πιὸ πέρα πέτυχαν καὶ τὸ κεφάλι τοῦ ἥρωα. Τὸ ἔφεραν στὸν Ἰμπραήμ· τοὺς εἶπε νὰ χώσουν στὴ γῆ ἕνα ψηλὸ παλούκι καὶ νὰ στήσουν ὄρθιο τὸν σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ᾿ αὐτό. Ὕστερα στερέωσαν στὸ κορμὶ καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ πρὶν πλύνανε τὰ αἵματα ἀπὸ τὰ γένια του. Τότε «ὁ νεκρὸς ἐφαίνετο ὡς νὰ ἦτο ζωντανός».
Ὁ Ἰμπραήμ, ἀφοῦ «ἀκίνητος κι ἄφωνος τὸν παρετήρησεν ὀλίγον», γυρνᾶ καὶ λέει στοὺς ἀξιωματικούς του:
- Πραγματικά, στάθηκε ἕνας ἱκανὸς καὶ γενναῖος ἄνθρωπος. Καὶ καλύτερο θὰ ἦταν, κι ἂς παθαίναμε ἄλλη τόση ζημιά, νὰ τὸν πιάναμε ζωντανό, γιατὶ πολὺ θὰ μᾶς χρησίμευε.
«Ἡ Λεωνίδειος μάχη» εἶχε τελειώσει. Τὸ Μανιάκι πῆρε τὴ θέση του, στὶς σελίδες τῆς Ἱστορίας μας, δίπλα στὶς Θερμοπύλες καὶ στὴν Ἀλαμάνα.
Τώρα, ἀνατολικὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ Μανιάκι, στὸ ξωκλήσι «Ἁγία Ἀνάσταση», βρίσκονται τὰ κόκαλα ἐκείνων ποὺ πέσανε σὲ τούτη τὴ μάχη, θυμίζοντας, σ᾿ ἐμᾶς τοὺς μεταγεγέστερους, πὼς ἡ λευτεριά μας, καθὼς λέει στὸν ἐθνικό μας ὕμνο ὁ Σολωμός, εἶναι ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ Ἱερά.
δῶ τὴν κριτικὴ τοῦ Κόκκινου: «Τὸ πράγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δὲν ἀντελαμβάνοντο τὴν φοβερὰ πραγματικότητα οἱ ἀποκλείοντες τὴν λῆψιν σοβαρῶν στρατιωτικῶν μέτρων ἐντὸς αὐτῆς τῆς Πελοποννήσου διὰ τῆς χρησιμοποιήσεώς των εἰς τὴν φυλακὴν ἢ ὑπὸ καταδίωξιν Πελοποννησίων ἀρχηγῶν, διότι αὐτοὶ ἦσαν οἱ συζητοῦντες τὴν μετάκλησιν ξένου στρατοῦ, ἀνυπάρκτου ἀκόμη, πρὸς ἀντιμετώπισιν τοῦ Ἰμβραήμ». Ἂν ὅμως οἱ ἀνώτατοι τότε ἄρχοντες, τὸ Ἐκτελεστικό, δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει ὅ,τι καταλάβαιναν καὶ οἱ πιὸ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, πὼς μπροστὰ στὸν τρομερὸ κίνδυνο ἔπρεπε νὰ ξεχαστοῦν τὰ πολιτικὰ πάθη καὶ οἱ Ἕλληνες, ἑνωμένοι, ν᾿ ἀντιβγοῦν στὸ νέο καὶ τόσο ἐπίφοβο ἐχθρό, εὐτυχῶς βρέθηκαν, μέσα στὴν ἴδια τὴν κυβέρνηση, ἄλλοι ποὺ συνειδητοποίησαν τὸ χρέος τοὺς πρὸς τὴν πατρίδα. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς, πρῶτος καὶ πιὸ δυναμικός, ξεχώρισε ὁ Παπαφλέσσας ποὺ ἦταν τότε ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε βυθιστεῖ στὶς πολιτικὲς δολοπλοκίες καὶ στοὺς ἐμφύλιους σπαραγμοὺς ὡς τὸ λαιμό. Εἶχε κατεβεῖ καὶ τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς σκάλας τοῦ κακοῦ. Μὰ μπρὸς στὴ νέα συμφορὰ ποὺ χτύπαγε τὴν ἐπανάσταση, ξαναβρῆκε τὸν καλύτερο ἑαυτό του, τὸν Παπαφλέσσα τῆς συνέλευσης τῆς Βοστίτσας. Καὶ τότε ὄχι μονάχα διακήρυξε πὼς χρειαζόταν νὰ δοθεῖ ἀμνηστία στοὺς φυγάδες - Ζαΐμη, Λόντο, Νικηταρᾶ - καὶ στοὺς φυλακισμένους, μὰ κι ἀποφάσισε πὼς τὰ λόγια δὲν ἔφταναν. Χρειαζόταν ἡ ἄμεση ἐνάντια στὸν Ἰμπραὴμ δράση. Καὶ τὴν πῆρε πάνω του. Παράτησε τὸ μικρόψυχο καὶ κολασμένο ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῆς ἀνάξιας κυβέρνησης Ἀνάπλι κι ἔφυγε, στὰ τέλη τοῦ Ἀπρίλη, νὰ ξεσηκώσει τὸ Μοριᾶ ἐνάντια στὸν Ἰμπραήμ.
Ἐκεῖνες τὶς μέρες εἶχε φτάσει στ᾿ Ἀνάπλι ὁ Γάλλος στρατηγὸς Ρός, σταλμένος ἀπὸ τὸ φιλελληνικὸ κομιτάτο τοῦ Παρισιοῦ. Τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἢ μυστικὴ πολιτικὴ ἀποστολὴ νὰ πείσει τοὺς Ἕλληνες, ὅταν θὰ ἀποχτοῦσαν τὴν ἀνεξαρτησία τους, νὰ γυρέψουν γιὰ βασιλιὰ τὸ δούκα τοῦ Νεμούρ. Ὁ Παπαφλέσσας φεύγοντας ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι πῆρε μαζί του τὸν ὑπασπιστὴ τοῦ Γάλλου στρατηγοῦ, ἂν καὶ ἤτανε ἀντίθετος στὶς προσπάθειες ποὺ γίνονταν ν᾿ ἀποχτήσει ἡ Ἑλλάδα ξένο βασιλιά. Σύμφωνα μὲ τὸν Σπηλιάδη ἔλεγε: «Καὶ τί θὰ σημαίνω ἐγὼ πλέον εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐὰν ἔλθει βασιλεύς; Καὶ δὲν θὰ πνίξει ὁ βασιλεὺς τὸν σπόρον τῆς ἐλευθερίας, διὰ τὴν ὁποίαν ἀπολλύμεθα οἱ Ἕλληνες; Καὶ θὰ δυνηθωσι πλέον οὖτοι ν᾿ ἀποσείσωσι τὸν ζυγὸν βασιλέως πεπολιτισμένου, καὶ νὰ μὴ διατρέξωσι κινδύνους φοβερωτέρους ἢ τοὺς σημερινούς;» Κι ὁ Σπηλιάδης προσθέτει: «Καὶ ἴσως εἶχε δίκαιον».
Ὁ Παπαφλέσσας ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι τράβηξε γιὰ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ μέσα στὶς τρεῖς μονάχα μέρες ποὺ ἔμεινε σ᾿ αὐτὴ σχημάτισε τὸν πυρήνα τοῦ ἐκστρατευτικοῦ του σώματος. Στὶς ἐκκλήσεις ποὺ ἔκανε πρόστρεξαν καπεταναῖοι κι ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὴν Ἀργολίδα, τὸ Λεβίδι, τὶς Κερασιὲς κι ἀπὸ τὸν κάμπο τῆς Τριπολιτσᾶς. Ἦταν ἴσαμε ἑφτακόσιοι.
Ἀπὸ τὴν Τριπολιτσᾶ πῆγε στὸ Λεοντάρι, ὅπου ἔσμιξαν μαζί του ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ᾿ ἑκατὸν πενήντα παλικάρια, ὁ Α. Κουμουνδοῦρος, ὁ Παν. Μπούρας, ὁ Ἀδαμάκης Ἀποστολόπουλος κι ὁ Ν. Κουλοχέρας μὲ τοὺς νταϊφάδες τους. Ὕστερα ἀπὸ δυὸ μέρες ἔφτασε στοὺς Λάκκους. Ἐκεῖ δυνάμωσαν τὸ στράτευμά του ὁ Γιώργης Μποῦτος ἀπὸ τὸ Μελιγαλᾶ κι ὁ Καρακίτσος ἀπὸ τὸ Κατσαρό. Κίνησε γιὰ τὴ Φρουτζάλα. Σ᾿ αὐτὴ συναντήθηκε μὲ τοὺς ἄοπλους ἀγωνιστὲς τοῦ Νιόκαστρου καὶ μὲ τὸν Μανιάτη Μούρτζινο. Ὁ τελευταῖος, ἂν καὶ φίλος του, ἀρνήθηκε νὰ τὸν βοηθήσει ὅπως μιὰ ἀνεψιὰ τοῦ Παπαφλέσσα, ἡ κόρη τοῦ Νικήτα, εἶχε παντρευτεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς θανάσιμους τοπικοὺς ἐχθρούς του, τὸν Κωνσταντῖνο Μαυρομιχάλη.
Ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στὸ χωριὸ Κουφάρι τῆς Μεσσηνίας, κατάκοιτος ἀπὸ ποδάγρα. Σὰν ἔμαθε πὼς ἔρχεται μὲ στράτευμα ὁ Παπαφλέσσας τοῦ ἔγραψε θερμὸ γράμμα, ὅπου σ᾿ αὐτὸ τοῦ ἔλεγε πὼς ὁ Ἰμπραὴμ «εἶναι ἄλλος Ναπολέων ἢ Πύρρος τῆς Ἠπείρου, καὶ τέλος, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ δυνηθεῖ κατὰ πρῶτον νὰ τὸν πολεμήσει, εἰ δὲ μὴ τετέλεσται, τὸ ἔθνος χάνεται».
Μαθαίνει πὼς ἡ κυβέρνηση ἀποφάσισε ν᾿ ἀμνηστέψει τοὺς φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στὶς 14 τοῦ Μάη, καὶ γράφει συστήνοντας νὰ τοὺς βγάλουν χωρὶς τὸ παραμικρὸ χασομέρι, καὶ ξέχωρα τὸν Κολοκοτρώνη, ποὺ ἔπρεπε νὰ τοῦ δοθεῖ ἀμέσως ἡ ἀρχιστρατηγία.
Ὁ Παπαφλέσσας τοῦ ἀποκρίνεται:
Νικήτα,
Ἔλαβα τὴν ἐπιστολήν σου καὶ εἰς ἀπάντησίν σοῦ λέγω ὅτι δὲν εἶμαι σὰν καὶ σὲ καὶ σὰν τὸν κουμπάρο σου τὸν Κεφάλα, ὅπου τρέχετε ἀπὸ ράχη σὲ ράχη στοὺς Ἁηλιάδες.
Ἐγὼ ἅπαξ ὡρκίσθην νὰ χύσω τὸ αἷμα μου εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς πατρίδoς, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὥρα. Εὔχομαι δὲ εἰς τὸν Θεὸν πρώτη μπάλα τοῦ Ἰμβραὴμ νὰ μὲ πάρει εἰς τὸ κεφάλι, διότι σᾶς γράφω νὰ ταχύνετε τὸν ἐρχομόν σας καὶ σεῖς μοῦ γράφετε κoυρoυφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη καὶ τελευταία ἐπιστολή μου εἶναι αὕτη. Βάστα την νὰ τὴν διαβάζεις καμία φορὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι καὶ νὰ κλαῖς.
Παπαφλέσσας
Εἶναι φανερό, ἀπὸ τὸ γράμμα αὐτό, πὼς ὁ Παπαφλέσσας εἶχε συνείδηση πὼς τράβαγε στὸ χαμό του.
Ὁ στρατός του ἀνέβαινε τώρα σὲ 1500 ἄντρες. Δύναμη βέβαια ὁλότελα ἀσήμαντη γιὰ ν᾿ ἀντιβγεῖ στ᾿ ἀσκέρι τοῦ Ἰμπραήμ. Μὰ νά, παίρνει εὐχάριστες εἰδήσεις: ἀπὸ τὸν Δημήτρη Πλαπούτα ἀπὸ τὸν Ἀετὸ πὼς ἔρχεται νὰ τὸν συντρέξει μὲ 1600 νοματαίους, ἀπὸ τοὺς καπεταναίους τῆς Ἀρκαδίας, ἀπὸ τὸ χωριὸ Μάλι, ἑφτὰ ὦρες δρόμο ἀπὸ τὴ Δραΐνα, πὼς βρίσκονταν ἐκεῖ μὲ 2000 ἀγωνιστές, ἀπὸ τὸν ἀδερφό του Νικήτα πὼς ἔφτασε στὴ Φρουτζάλα κι ἐρχόταν μὲ 700 νοματαίους κι ἀπὸ τὸν Ἠλία Κατσάκο ἀπὸ τὴν Καλαμάτα πὼς εἶχε κάτω ἀπὸ τὶς προσταγές του 1000 πολεμιστές. Ὅλοι μαζὶ ἴσαμε πέντε χιλιάδες. Ὅσο κι ἂν τοὺς ἀριθμοὺς αὐτοὺς τοὺς λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντικὴ ἐπικουρία, ὅπως τὰ στρατεύματα κι ἐμπειροπόλεμα ἦταν καὶ εἶχαν καὶ ἄξιους ἀρχηγούς. Τί θὰ ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κάνει ὁ Παπαφλέσσας; Ὅ,τι θὰ ἔκανε κι ὅποιος ἄλλος πολεμάρχης νὰ καρτερέψει στὰ ὀρεινὰ τὶς δυνάμεις αὐτὲς ποὺ ἐρχόταν σὲ βοήθειά του. Κι ὅμως ἔπραξε τ᾿ ἀντίθετο. Μόλις ἔμαθε πὼς ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ναβαρίνο ὁ Ἰμπραήμ, ρωτᾶ «τοὺς ἐντοπίους ποιὸς τόπος, βουνὸν ἢ χωρίον εἶναι ὑψηλὸν ὥστε νὰ βλέπει τὸ Νεόκαστρον καὶ ὅλοι τοῦ εἶπαν, ὅτι εἶναι Παιδεμένου καὶ Μανιάκι».
Δίχως νὰ χάσει στιγμὴ φεύγει στὶς 18 τοῦ Μάη ἀπὸ τὴ Δραΐνα καὶ φτάνει, δυὸ ὧρες πρὶν ἀπὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα, στὸ Μανιάκι.
Ἡ «Λεωνίδειος μάχη»
Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Παπαφλέσσας ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δραΐνα φτάνουν σὲ βοήθειά του ὁ Ἠλίας Κέρμας μὲ 120 Κοντοβουνίσιους, ὁ Θανασούλας Καπετανάκης μὲ 80, ὁ Π. Κεφάλας μὲ 20, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς κι ὁ Τσαλαφατίνος μὲ 120 Μανιάτες, ὁ Στ. Καπετανάκης μὲ 20, ὁ Λίβας, ὁ Μπιτσιάνης κι ὁ ἀδερφός του Γιώργης Δικαῖος μὲ 80. Ἔτσι ὅταν ἔφτασε στὸ Μανιάκι ὁ Παπαφλέσσας εἶχε μαζί του ἴσαμε δυὸ χιλιάδες ἄντρες.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔταξε καραούλια στὸ βουνὸ Μαμλαβᾶ, πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Βλαχόπουλο, ἀπ᾿ ὅπου βλέπανε ὅλο τὸν κάμπο καὶ πρὸς τὸ Ναβαρίνο. Ἔπειτα κοίταξε μὲ τοὺς ἄλλους καπεταναίους τὶς θέσεις, λίγο πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ Μανιάκι, ὅπου λογάριαζε νὰ ταμπουρωθοῦν γιὰ ν᾿ ἀντικρούσουν τὸν ἐχθρό. Κατὰ τὸ δειλινὸ τὰ καραούλια κάνανε σημεῖα πὼς ὁ στρατὸς τοῦ Ἰμπραὴμ φάνηκε καὶ τράβαγε γιὰ τὰ Χίλια Χωριά. Ὁ Παπαφλέσσας τότε πρόσταξε ν᾿ ἀνάψουν ὅσες μποροῦσαν πιότερες φωτιὲς γιὰ νὰ νομίσει ὁ ἐχθρὸς πὼς δυνατὸ καὶ πολυάριθμο ἦταν τὸ στρατόπεδό μας. Πραγματικὰ ὁ Ἰμπραὴμ σταμάτησε καὶ πέρασε τὴ νύχτα στὰ Χίλια Χωριά.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, 20 τοῦ Μάη, οἱ δικοί μας ἄρχισαν νὰ φτιάνουν τρία ταμπούρια. Τὸ πρῶτο, τὸ πιὸ βορινό, θὰ τὸ ἔπιανε ὁ Παπαφλέσσας, τὸ δεύτερο ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης Φλέσσας καὶ τὸ τρίτο, τὸ πιὸ νότιο, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς μὲ τοὺς Μανιάτες. «Ὁ τόπος ὅπου ἔγιναν τὰ ὀχυρώματα ταῦτα ἦσαν πλάγια, καὶ ὄχι ράχες, οὔτε κορυφή, διὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν ἐχθρὸν νὰ μὴ συγκεντροῦται ἐκ τῶν ὄπισθεν». Καὶ ἦταν ἀκόμα πιὸ δύσκολη ἡ ὑπεράσπισή του, ἀφοῦ ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὰ ταμπούρια καὶ στὰ μέρη ποὺ μποροῦσε νὰ προστατευτεῖ ὁ ἐχθρὸς στεκόταν μικρὴ κι ἔτσι οἱ δικοί μας «δὲν εἶχον οὐδὲ τὸν ἀπαιτούμενον χρόνον νὰ γεμίζουν δὶς καὶ τρὶς τὰ ὅπλα των».
Ἔπειτα ἀπὸ δυὸ ὧρες ποὺ βγῆκε ὁ ἥλιος τ᾿ ἀσκέρι τοῦ Ἰμπραὴμ ἔφτασε στὸ βουνὸ πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκάρμιγκα, μισὴ ὥρα δρόμο ἀπὸ τὰ ταμπούρια μας. «Ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες εἶδαν τὸ πολυπληθὲς στράτευμα τῶν Τούρκων, τὸ ὁποῖον ἐσκέπασεν ὅλον τὸν τόπον, ὅσον βλέπει τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου, ἐνταῦθα ἄρχισαν νὰ μουρμουρίζουν καὶ κάποιος εἶπεν ὅτι:
-Ἔχετε ἄλoγoν, καβαλᾶτε ὕστερον καὶ φεύγετε !...
Τ᾿ ἀκούει ὁ Παπαφλέσσας κι ἀμέσως φωνάζει τὸν γραμματικό του Τισαμενὸ καὶ τὸν προστάζει νὰ πάρει τ᾿ ἄλογά του κι ὅλους τοὺς ψυχογιούς του ἐξὸν ἀπὸ τὸν Μιχάλη Σταϊκόπουλο καὶ νὰ πάει στὴν ἀντικρινὴ ράχη. Μὰ νά, κάμποσοι στρατιῶτες, λογαριάζοντας πὼς ἦταν χαμένοι ἂν ἔμεναν στὰ πόστα ποὺ κράταγαν, πέφτουν στὸ Κρυόρεμα κι ἀρχίζουν νὰ λακᾶνε. Τὸ σκάζει τότε, μ᾿ ὅλους τοὺς δικούς του, κι ὁ Σταυριανὸς Καπετανάκης. «Τοῦτον δὲ βλέποντες καὶ ἄλλοι φεύγοντας παρεκινήθησαν καὶ αὐτοὶ καὶ ἐδόθησαν εἰς φυγὴν διὰ τοῦ αὐτοῦ ρεύματος. Ἔφυγαν δὲ ὑπὲρ τοὺς χιλίους».
Μόλις πρόλαβαν νὰ ξεφύγουν καὶ κινήθηκε ἡ καβαλαρία τοῦ Ἰμπραήμ. Μπῆκε, ἀπὸ τὰ δεξιά, στὸ ρέμα καὶ προχώρησε πέρα ἀπὸ τὸ ταμπούρι ποὺ κράταγε ὁ Παπαφλέσσας. Ἀπὸ τ᾿ ἀριστερὰ χωρίστηκε σὲ δυὸ κολόνες. Ἐκείνη ποὺ τράβηξε πιὸ δυτικὰ εἶχε σκοπὸ νὰ ἐμποδίσει τυχὸν ἐπικουρίες ποὺ θἄφταναν. Οἱ δικοί μας βρίσκονταν πιὰ κυκλωμένοι. Ὁ Παπαφλέσσας ὅμως «νόμισε τοῦτο μεγάλον εὐτύχημα, διὰ νὰ συνέλθουν ὅλοι ὁμοῦ οἱ Ἕλληνες καὶ νὰ πολεμοῦν καλλίτερα καὶ ἀποφασιστικότερα, καὶ νὰ μὴ λιποτακτοῦν».
Διατάζει νὰ μετρήσουν πόσοι εἶχαν ἀπομείνει καὶ βρίσκονται λιγότεροι ἀπὸ χίλιοι. Καθὼς ἦταν συναγμένοι τοὺς βγάζει φλογερὸ λόγο θυμίζοντάς τους τὶς νίκες στὸ Βαλτέτσι, στὸ Λεβίδι, στὴ Γράνα, στὰ Βέρβενα καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη.
- Ὅπου νἆναι φτάνουν, τοὺς λέει, δεκαπέντε χιλιάδες πατριῶτες σὲ βοήθειά μας, ὁ Πλαπούτας κι ὅλοι οἱ Ἀρκαδινοί, ὁ ἀδερφός μου Νικήτας, ὁ Κατσάκος κι ἄλλοι Μανιάτες. Σὲ μία ὥρα θἆναι ἐδῶ. Θὰ τριγυρίσουν τ᾿ ἀσκέρι τοῦ Ἰμπραὴμ καὶ θὰ τὸ χτυπᾶνε ἀπὸ τὶς πλάτες. Ἀδέρφια! ἡ πατρίδα καρτεράει ἀπὸ μᾶς νὰ δοξαστεῖ ξανὰ ἀπὸ τὴ νίκη μας!
Μὰ πρὶν καλὰ-καλὰ τελειώσει τὴν ὁμιλία του, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς καπεταναίους «ἰδόντες τὸν προφανῆ κίνδυνον» παρακινοῦσαν τὸν ἀνεψιό του Δημήτρη νὰ τοῦ πεῖ νὰ κάνουνε γιουρούσι καὶ διασπώντας τὶς γραμμὲς τῆς ἐχθρικῆς καβαλαρίας νὰ γλιτώσουν ὅσοι τοὺς εὐνοήσει ἡ τύχη. «Κανείς», ὅμως, «δὲν ἐτόλμα νὰ τοῦ ἐκστομίσῃ τοιοῦτόν τι κατὰ πρόσωπον». Τὸν σιμώνουν τέλος ὁ Κεφάλας κι ὁ Παπα-Γιώργης, γνωστοὶ καὶ οἱ δυὸ γιὰ τὴν παλικαριά τους, καὶ τοῦ λένε, ἀπὸ μέρος ὅλων τῶν καπεταναίων, πὼς αὐτὴ στεκόταν ἡ τελευταία τους εὐκαιρία νὰ σωθοῦν. Τότε ὁ Παπαφλέσσας ἀποκρίνεται στὸν Κεφάλα:
- Ἔχασα τὶς ἐλπίδες ποὺ στήριζα πάνω σου. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὲς καὶ τὴν ὑπόληψη ποὺ εἶχα γιὰ σένα.
Ἔπειτα γυρνᾶ, πιάνει τὸν Παπαγιώργη ἀπὸ τὰ γένια καὶ τραβώντας τα τοῦ λέει:
- Μοῦ τὰ ντρόπιασες, Παπαγιώργη!
Σταματᾶ μία στιγμὴ καὶ ὕστερα τοῦ ξαναλέγει:
- Ποῦ νὰ πᾶμε νὰ φύγουμε; Ἔχουμε τακτικὸ στράτευμα ὅπου, ὅταν θὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ ταμπούρια, θ᾿ ἀποτραβηχτεῖ μὲ τάξη πολεμώντας; Δὲν ξέρεις τάχα πὼς οἱ ἄτακτοι ἅμα βγοῦν ἀπὸ τὰ ταμπούρια σκορπίζουν κι ὁ καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε πέντε καβαλαραῖοι τοῦ Ἰμπραὴμ θὰ μᾶς σφάξουν ὅλους. Καὶ θ᾿ ἀκολουθήσει μεγάλο κακὸ γιὰ τὸ ἔθνος ὅπως θὰ ψυχωθοῦν οἱ ἐχθροὶ καὶ θὰ δειλιάσουν οἱ δικοί μας. Τί φοβᾶσαι, Παπαγιώργη; Ἐσὺ ξέρεις τὰ γράμματα ποὺ ἔγραψα καὶ πῆρα. Σὲ ρωτῶ, ἔχεις ἀμφιβολίες πὼς μέσα σὲ δυὸ ὧρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δὲ θὰ χτυπᾶνε ἀπέξω τὸν Ἰμπραήμ; Ἀκόμα κι ἄλλοι νὰ μὴν ἔρθουν ὁ Πλαπούτας δὲ θὰ λείψει. Εἶμαι βέβαιος πὼς θὰ νικήσουμε. Ἂν ὅμως, ὃ μὴ γένοιτο, νικηθοῦμε, θ᾿ ἀδυνατίσουμε τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἡ ἱστορία θὰ ὀνομάσει τοῦτον τὸν πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, Παπαγιώργη!
Ἴσως ἡ τελευταία αὐτὴ φράση νὰ κρύβει ὅλο τὸ μυστικὸ τῆς ὑποσυνείδητης παρόρμησής του ν᾿ ἀντιμετωπίσει, κάτω ἀπὸ τόσο ἀπελπιστικὲς συνθῆκες, τὸν ἐχθρό. Ἔταξε στὸν ἑαυτό του νὰ νικήσει ἢ νὰ πεθάνει. Ἡ Ῥούμελη εἶχε τὸ «νέο Λεωνίδα της», τὸν Ἀθανάσιο Διάκο, ποὺ κάτω ἀπὸ παρόμοιες συνθῆκες δὲν πισωδρόμησε στὴν Ἀλαμάνα. Τώρα, στὸ πρόσωπο τοῦ Παπαφλέσσα, θ᾿ ἀποχτοῦσε στὸ Μανιάκι κι ὁ Μοριᾶς τὸν Λεωνίδα του.
Ὅταν ἔπαψε νὰ μιλάει ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Μανιάτης Βοϊδὴς εἶπε τὰ ἀξιομνημόνευτα τοῦτα λόγια:
- Πᾶμε στὰ ταμπούρια μας κι ὅποιος θὰ μείνει γιαμά, ἂς ἀκούει τῶν γυναικῶν τὰ μοιρολόγια!...
Καὶ τράβηξαν στὰ ταμπούρια τους ξέροντας πὼς τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἀπόμενε ἦταν νὰ θυσιαστοῦν. Μόλις πρόλαβαν νὰ φτάσουν σ᾿ αὐτὰ κι ὁ Ἰμπραὴμ ξαπολᾶ τὴν ἐπίθεσή του. Τὰ τάγματα τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ του προχωροῦσαν χωρὶς νὰ λογαριάζουν τὸ θάνατο ποὺ σκόρπιζαν τὰ καριοφίλια τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Παπαφλέσσας, καθὼς εἴπαμε, κράταγε τὸ βορινὸ ταμπούρι «τὸ μᾶλλον ἀδύνατον καὶ ἐπικίνδυνον». Φορώντας τὴν περικεφαλαία του στεκόταν ὄρθιος πάνω σὲ μιὰ πέτρα πιὸ ψηλὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες, ποὺ «εἶχε προσέτι καὶ μίαν μικρὰν ἀχράδα (γκορτζούλα), ἀπὸ ἐκεῖ διεύθυνε τὸν ἀγώνα, δίνοντας μὲ τὸ παράδειγμά του θάρρος στοὺς δικούς μας. Δίπλα του στεκόταν ὁ νεαρὸς Γάλλος ἐθελοντὴς πού, εἶχε κατέβει πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ στὴν Ἑλλάδα μαζὶ μὲ τὸν στρατηγὸ Ρός. Καμία βέβαια εὐγνωμοσύνη δὲν τρέφει ἡ πατρίδα μας γιὰ τὸ στρατηγὸ Ρός. Ἀντίθετα ὅμως μὲ σεβασμὸ μνημονεύει τὸν ἀνώνυμο νεαρὸ Γάλλο, ποὺ πολεμώντας παλικαρίσια βρῆκε τὸ θάνατο κείνη τὴ μέρα δίπλα στὸν Παπαφλέσσα.
Τὸ μεσημέρι κάλεσαν οἱ σάλπιγγες τοῦ ἐχθροῦ τὸν αἰγυπτιακὸ στρατὸ νὰ πάψει τὴν ἐπίθεσή του καὶ ν᾿ ἀποσυρθεῖ γιὰ νὰ κολατσίσει. Ὅσο ποὺ «οἱ νεροκουβαλητάδες ἐπήγαινον καὶ ἤρχοντο δίδοντες νερὸν εἰς τοὺς διψώντας στρατιῶτας», οἱ καπεταναῖοι μας τρέξανε νὰ βροῦνε τὸν Παπαφλέσσα.
- Καλὸ εἶναι, τοῦ λένε, νὰ φύγουμε τώρα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ξαποσταίνουν καὶ τρῶνε ψωμί. Νὰ τραβήξουμε κατὰ τὴν Ἁγιά, γιατὶ, καθὼς θἄχουμε βοηθὸ τὸ βουνό, οἱ καβαλαραίoι τους λίγους θὰ σκοτώσουνε. Τὸ πολὺ θὰ φᾶνε πενήντα ὡς ἑκατὸ ἀπὸ μᾶς; μὰ οἱ ἄλλοι θὰ σωθοῦνε καὶ θὰ σώσουμε κι ἐσένα γιὰ νὰ φανεῖς, σ᾿ ἄλλη περίσταση, χρήσιμος στὴν πατρίδα. Ὁ Παπαφλέσσας τοὺς ἀποκρίθηκε:
-Ἐγὼ σᾶς εἶπα καὶ πρῶτα καὶ τώρα σᾶς τὸ λέγω τὴ φευγάλα νὰ μὴν τὴ βάζετε διόλου στὸ νοῦ σας, γιατὶ ἐμεῖς χανόμαστε ἄδικα ἂν πέσουμε πάνω στὴ φωτιὰ τοῦ ἐχθροῦ. Ὄχι, δὲ θὰ παραδώσω τοὺς Ἕλληνες μόνος μου στ᾿ ἀδιάκοπο ντουφέκι τοῦ τακτικοῦ! Ἔπειτα ἐμεῖς καρτερᾶμε τὴ βοήθεια πού, καθὼς γνωρίζετε, θὰ φτάσει ὥρα τὴν ὥρα. Παγαίνετε τώρα στὰ πόστα σας!..
Γύρισαν στὰ ταμπούρια τους καὶ σὲ λίγο ἐξαπολύθηκε τὸ γενικὸ γιουρούσι τοῦ ἐχθροῦ. Δυὸ φορὲς ἔφτασαν ἴσαμε τὶς θέσεις ποὺ κράταγαν οἱ Ἕλληνες, μ᾿ ἀναγκάστηκαν νὰ πισωδρομήσουν. Κι ἐνῶ ἑτοιμάζονταν νὰ ξεχυθοῦν σὲ τρίτο γιουρούσι, ἀκούστηκε βορινὰ μία μπαταριά. Ἦταν ὁ Πλαπούτας ποὺ ἔφτανε μὲ χίλια πεντακόσια παλικάρια. Ὁ Ἰμπραὴμ τότε, γυρεύοντας νὰ προλάβει τὴ βοήθεια ποὺ ἐρχόταν, ρίχνει ὅλες του τὶς δυνάμεις πάνω στοὺς δικούς μας. Οἱ ἐχθροὶ πάτησαν πρῶτο τὸ ταμπούρι τοῦ Παπαφλέσσα. Ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης παρατάει τὸ πόστο του καὶ τρέχει νὰ βοηθήσει τὸ θεῖο του. Τὸν βλέπει ὁ Παπαφλέσσας καὶ τὸν προστάζει νὰ γυρίσει πίσω καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴ δική του θέση. Μὰ ὅταν ἔφτασε σ᾿ αὐτὴ βρῆκε νὰ τὴν ἔχουν πατήσει οἱ ἐχθροί. «Ἐκεῖ κτυπῶν καὶ κτυπούμενος ὑπὸ πολλῶν Τούρκων ἐχάθη καὶ αὐτὸς καὶ οἱ στρατιῶται του».
Στὸ ταμπούρι τοῦ Παπαφλέσσα ἀνακατώθηκαν τοῦρκοι κι Ἕλληνες καὶ γίνηκαν ὅλοι ἕνα. Ὅπως οἱ ἐχθροὶ φόραγαν κόκκινες στολές, «ὁ τόπος ὅλος ἐκοκκίνισεν ἀπὸ αὐτὲς κι ἀπὸ τὰ αἵματα». Ὁ σημαιοφόρος τοῦ Παπαφλέσσα, ὁ Δημήτρης ἀπὸ τὴ Χίο, γιὰ νὰ μὴν πέσει ἡ σημαία στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ τὴν σκίζει, τὴ χώνει στὸ στῆθος του, σπάζει καὶ τὸ σταυρὸ τοῦ κονταριοῦ καὶ τὸν βάζει στὸ σελάχι του, καὶ μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι σὰν ἀστραπὴ χιμᾶ πάνω στὸ τούρκικο ἀσκέρι καὶ φεύγει. «Ἡ παλικαριά του εἶναι ἀμίμητος», γράφει ὁ Φωτάκος.
Τελευταῖο ἔπεσε τὸ ταμπούρι τοῦ Πιέρου Βοϊδη, ποὺ κράταγαν οἱ Μανιάτες, καθὼς ἦταν τὸ πιὸ δυνατὸ ἀπ᾿ ὅλα. Ὅσoι ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἀπόμεναν ἀκόμα ζωντανοὶ ρίχνονται μέσα στὸ ρέμα καὶ κάνουνε νὰ φύγουν κατὰ τὴν Ἀνδροῦσα. Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ἀκουγόταν πιὰ «ἀπὸ τὰ λιανίσματα τῶν σπαθιῶν καὶ τῶν γιαταγανιῶν».
Στὴν ἔξοδο τῆς ρεματιᾶς ἕνα τάγμα τοῦ ἐχθροῦ καρτέραγε τοὺς ἑκατὸν πενήντα δικούς μας ποὺ ἦταν ἀκόμα ζωντανοί. Δὲν τοὺς ἀπόμενε παρὰ ν᾿ ἀνοίξουν δρόμο μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. Τὸ κατόρθωσαν μὰ οἱ πιότεροι ἀπόμειναν γιὰ πάντα ἐκεῖ.
Σιγὰ-σιγὰ σκόρπαγε ὁ καπνὸς τῆς μάχης. Οἱ νικητὲς τότε βάλθηκαν νὰ σκυλεύουν τοὺς σκοτωμένους. Ὕστερα ἄρχισαν νὰ κόβουν τ᾿ αὐτιά τους, νὰ τὰ πάνε στὸν Ἰμπραὴμ νὰ πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξὺ των ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἔχει περισσότερα».
Κατέβηκε τέλος κι ὁ Ἰμπραὴμ στὸ ταμπούρι τοῦ Παπαφλέσσα. Ἀφοῦ ἔκανε ντουάδες στὸν Ἀλλὰχ γιὰ τὴ νίκη, πρόσταξε τὸ στρατό του νὰ ρίξει τρεῖς νικητήριες μπαταριές. Μετὰ παράγγειλε νὰ τοῦ φέρουν τὸ κουφάρι τοῦ Παπαφλέσσα. Βρῆκαν τὸ ἀκέφαλο κορμί του. Δίπλα του κείτονταν νεκρὸς ὁ νεαρὸς Γάλλος κι ὁλόγυρα πλῆθος τὰ κουφάρια τῶν ἐχθρῶν. Λίγο πιὸ πέρα πέτυχαν καὶ τὸ κεφάλι τοῦ ἥρωα. Τὸ ἔφεραν στὸν Ἰμπραήμ· τοὺς εἶπε νὰ χώσουν στὴ γῆ ἕνα ψηλὸ παλούκι καὶ νὰ στήσουν ὄρθιο τὸν σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ᾿ αὐτό. Ὕστερα στερέωσαν στὸ κορμὶ καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ πρὶν πλύνανε τὰ αἵματα ἀπὸ τὰ γένια του. Τότε «ὁ νεκρὸς ἐφαίνετο ὡς νὰ ἦτο ζωντανός».
Ὁ Ἰμπραήμ, ἀφοῦ «ἀκίνητος κι ἄφωνος τὸν παρετήρησεν ὀλίγον», γυρνᾶ καὶ λέει στοὺς ἀξιωματικούς του:
- Πραγματικά, στάθηκε ἕνας ἱκανὸς καὶ γενναῖος ἄνθρωπος. Καὶ καλύτερο θὰ ἦταν, κι ἂς παθαίναμε ἄλλη τόση ζημιά, νὰ τὸν πιάναμε ζωντανό, γιατὶ πολὺ θὰ μᾶς χρησίμευε.
«Ἡ Λεωνίδειος μάχη» εἶχε τελειώσει. Τὸ Μανιάκι πῆρε τὴ θέση του, στὶς σελίδες τῆς Ἱστορίας μας, δίπλα στὶς Θερμοπύλες καὶ στὴν Ἀλαμάνα.
Τώρα, ἀνατολικὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ Μανιάκι, στὸ ξωκλήσι «Ἁγία Ἀνάσταση», βρίσκονται τὰ κόκαλα ἐκείνων ποὺ πέσανε σὲ τούτη τὴ μάχη, θυμίζοντας, σ᾿ ἐμᾶς τοὺς μεταγεγέστερους, πὼς ἡ λευτεριά μας, καθὼς λέει στὸν ἐθνικό μας ὕμνο ὁ Σολωμός, εἶναι ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ Ἱερά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου