Μουσική και γλέντι ελληνικό
Η μεγάλη επέλαση απέναντι στον τρόπο ζωής μας και στην κουλτούρα της διασκέδασής μας, την αστική, δυνάμωσε κάπου γύρω στο 1992-93 και κορυφώθηκε κάπου γύρω στο 1995-97.
Μέχρι τότε στους πάγκους των πλανόδιων με τις κασέτες εύρισκες λαϊκούς και ρεμπέτες, ροκ, Σαββόπουλο, Ασιμο ίσως, και τέτοια. Μετά, και με την έλευση του CD και την καθιέρωση της ελεύθερης, δεν ξέρω από τι, τηλεόρασης, το πράγμα χάλασε πολύ. Μα πάρα πολύ.
Βέβαια και πριν από αυτά είχαμε μια “κουλτουριάρικη” επέλαση με “κοντσέρτα για αρκούδες”, αμπέχωνα, δήθεν επανάσταση, δήθεν σοσιαλισμός και τα παρόμοια, αλλά η λαϊκή ψυχή ζούσε ακόμη. Μετά ξέφυγε η κατάσταση. Ξέφυγαν και οι ελπίδες μας, μακριά σαν πουλάκια.
Λουσάτοι “ερμηνευτές” και “ερμηνεύτριες”, διάφοροι γυαλιστεροί, που περνούσαν για νομιμοποίηση στην λαϊκή συνείδηση ακόμη και ως καλεσμένοι από σοβαρές τηλεοπτικές εκπομπές, άλωσαν τα γούστα και την αισθητική, των νέων κυρίως, που ήδη είχε δεχθεί σοβαρά χτυπήματα. Και μαζί την ιδεολογία τους για την ζωή. Εως εξαφανίσεως...
Τα μαγαζάκια των 150 καθισμάτων με την λαϊκή κομπανία, όπου πηγαινες με τα ρούχα που φορούσες στο σπίτι, εξαφανίστηκαν. Εκλεισαν.
Την θέση τους πήραν τεράστιοι χώροι, πολυ-χώροι διασκέδασης και άντε-μην-πω, όπου ορθιοι (ορθάδικα) ή πάνω σε βαρέλια (βαρελάδικα), αρχικά, 2 με τρεις χιλιάδες νέοι, φορώντας οτι καλύτερο και ακριβώτερο είχαν (19 χρονες κοπέλλες, σαν τα κρύα τα νερά, βαμμένες ως φύλαρχοι του Αμαζονίου), διασκέδαζαν μέσα σε έναν παροξυσμό ντεσιμπέλ, που απαγόρευε οποιαδήποτε επαφή. Με τα φώτα να εναλλάσσονται σε χιλιοστά του δευτερολέπτου και την συνείδηση να παραδίνεται αμαχητί.
Το περιτύλιγμα νίκησε το περιεχόμενο.
Οι γονείς είχαν ήδη παραδώσει την ανατροφή των παιδιών τους στην τηλεόραση, και τα παιδιά τους τώρα, μεγαλωμένα από την ολέθρια αυτή τροφό, έκαναν μεταπτυχιακά στην εξατομίκευση, το πρωτάθλημα του εγώ και της επίδειξης και στην διάρρηξη κάθε κοινωνικής σύνδεσης. Η έννοια της κοινωνικής ευθύνης και του χρέους απέναντι στον άλλο, τα ιδανικά για καλυτέρευση και προκοπή όλης της κοινωνίας, εξορίστηκαν από συζητήσεις, σκέψεις και παρέες. Εξαφανίστηκαν και οι παρέες, με την παλιά έννοια.
Η αναστροφή αξιών ολοκληρώθηκε. Ευμάρεια και κενότης. Αντικατέστησαν τον “πολιτικό ινστρούχτορα” και το αμπέχωνο της προηγουμένης περιόδου. Το οποίο όμως δεν είχε μπορέσει να μας κάνει τόση ζημιά. Στη νεολαία, ζημιά. Διότι πολλοί από κείνους τους αμπεχωνίτες, έγιναν στελέχια κομματικά και οικονομικά, κατέληξαν golden boys που πυρπόλησαν τις ελπίδες της πατρίδας για κάτι καλύτερο, βάζοντας ως υψηλό στόχο ζωής ένα Καγιέν και μια πισίνα, και μας έφεραν ως εδώ.
Είθε να ξαναγυρίσουμε στις υπόγειες ταβέρνες, όπου βραχνές τραγουδίστριες, ντυμένες με ένα απλό τζην, θα γίνουν οι αδέξιες ιέρειές μας, σε μια αναβάπτισή μας στην παλιά μας εκείνη συλλογικότητα που χάσαμε.
Ισως αυτά τα κοινά τραπέζια, που δεν στοιχίζουν και μισό μισθό, να μας ξαναδιδάξουν πως να είμαστε έλληνες.
Θραξ Αναρμόδιος
Μέχρι τότε στους πάγκους των πλανόδιων με τις κασέτες εύρισκες λαϊκούς και ρεμπέτες, ροκ, Σαββόπουλο, Ασιμο ίσως, και τέτοια. Μετά, και με την έλευση του CD και την καθιέρωση της ελεύθερης, δεν ξέρω από τι, τηλεόρασης, το πράγμα χάλασε πολύ. Μα πάρα πολύ.
Βέβαια και πριν από αυτά είχαμε μια “κουλτουριάρικη” επέλαση με “κοντσέρτα για αρκούδες”, αμπέχωνα, δήθεν επανάσταση, δήθεν σοσιαλισμός και τα παρόμοια, αλλά η λαϊκή ψυχή ζούσε ακόμη. Μετά ξέφυγε η κατάσταση. Ξέφυγαν και οι ελπίδες μας, μακριά σαν πουλάκια.
Λουσάτοι “ερμηνευτές” και “ερμηνεύτριες”, διάφοροι γυαλιστεροί, που περνούσαν για νομιμοποίηση στην λαϊκή συνείδηση ακόμη και ως καλεσμένοι από σοβαρές τηλεοπτικές εκπομπές, άλωσαν τα γούστα και την αισθητική, των νέων κυρίως, που ήδη είχε δεχθεί σοβαρά χτυπήματα. Και μαζί την ιδεολογία τους για την ζωή. Εως εξαφανίσεως...
Τα μαγαζάκια των 150 καθισμάτων με την λαϊκή κομπανία, όπου πηγαινες με τα ρούχα που φορούσες στο σπίτι, εξαφανίστηκαν. Εκλεισαν.
Την θέση τους πήραν τεράστιοι χώροι, πολυ-χώροι διασκέδασης και άντε-μην-πω, όπου ορθιοι (ορθάδικα) ή πάνω σε βαρέλια (βαρελάδικα), αρχικά, 2 με τρεις χιλιάδες νέοι, φορώντας οτι καλύτερο και ακριβώτερο είχαν (19 χρονες κοπέλλες, σαν τα κρύα τα νερά, βαμμένες ως φύλαρχοι του Αμαζονίου), διασκέδαζαν μέσα σε έναν παροξυσμό ντεσιμπέλ, που απαγόρευε οποιαδήποτε επαφή. Με τα φώτα να εναλλάσσονται σε χιλιοστά του δευτερολέπτου και την συνείδηση να παραδίνεται αμαχητί.
Το περιτύλιγμα νίκησε το περιεχόμενο.
Οι γονείς είχαν ήδη παραδώσει την ανατροφή των παιδιών τους στην τηλεόραση, και τα παιδιά τους τώρα, μεγαλωμένα από την ολέθρια αυτή τροφό, έκαναν μεταπτυχιακά στην εξατομίκευση, το πρωτάθλημα του εγώ και της επίδειξης και στην διάρρηξη κάθε κοινωνικής σύνδεσης. Η έννοια της κοινωνικής ευθύνης και του χρέους απέναντι στον άλλο, τα ιδανικά για καλυτέρευση και προκοπή όλης της κοινωνίας, εξορίστηκαν από συζητήσεις, σκέψεις και παρέες. Εξαφανίστηκαν και οι παρέες, με την παλιά έννοια.
Η αναστροφή αξιών ολοκληρώθηκε. Ευμάρεια και κενότης. Αντικατέστησαν τον “πολιτικό ινστρούχτορα” και το αμπέχωνο της προηγουμένης περιόδου. Το οποίο όμως δεν είχε μπορέσει να μας κάνει τόση ζημιά. Στη νεολαία, ζημιά. Διότι πολλοί από κείνους τους αμπεχωνίτες, έγιναν στελέχια κομματικά και οικονομικά, κατέληξαν golden boys που πυρπόλησαν τις ελπίδες της πατρίδας για κάτι καλύτερο, βάζοντας ως υψηλό στόχο ζωής ένα Καγιέν και μια πισίνα, και μας έφεραν ως εδώ.
Είθε να ξαναγυρίσουμε στις υπόγειες ταβέρνες, όπου βραχνές τραγουδίστριες, ντυμένες με ένα απλό τζην, θα γίνουν οι αδέξιες ιέρειές μας, σε μια αναβάπτισή μας στην παλιά μας εκείνη συλλογικότητα που χάσαμε.
Ισως αυτά τα κοινά τραπέζια, που δεν στοιχίζουν και μισό μισθό, να μας ξαναδιδάξουν πως να είμαστε έλληνες.
Θραξ Αναρμόδιος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου