O εφοπλιστής Ρέστης και τα 300 δασικά στρέμματα στον Υμηττό
Καταθέσεις-φωτιά οι οποίες εμφανίζουν τον εφοπλιστή, Βίκτωρα Ρέστη, ως τον «εγκέφαλο» καταπάτησης δημόσιας γης και συγκεκριμένα 300 στρεμμάτων σε δασική έκταση της Β' Ζώνης Υμηττού, για την οποία φέρεται να συνεργάστηκε με αρχιτέκτονα-μηχανικό, συγγενή πρώην υπουργού, περιέχονται στην ογκώδη δικογραφία για την υπόθεση του αποκαλούμενου «παραδικαστικού Νούμερο 2».
Από τα στοιχεία-ντοκουμέντα προκύπτει ότι ο εν λόγω μηχανικός έλαβε το ποσό του 1.5 εκατ. ευρώ από τον κ. Ρέστη ως προκαταβολή προκειμένου να συντάξει... τη μελέτη και το τοπογραφικό διάγραμμα, ενώ η συμφωνία περιλάμβανε συνολική καταβολή ύψους 3 εκατ. ευρώ σε περίπτωση που ολοκληρωνόταν το «έργο».
Προκύπτουν, όμως και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Είναι ενδεικτικό ότι δικηγόρος, πρώην στενός συνεργάτης, του εφοπλιστή σε κατάθεσή του στις εισαγγελικές Αρχές, «καρφώνει» τον Βίκτωρα Ρέστη ως το πρόσωπο που σχεδίασε την απάτη σε βάρος του Δημοσίου σε συνεργασία με αρχιτέκτονα, συγγενή πρώην υπουργού.
Παράλληλα υποστηρίζει ότι μόνο όταν αποκαλύφθηκε το «σκάνδαλο» καταπάτησης δασικών εκτάσεων, ο Βίκτωρ Ρέστης, αποπειράθηκε να παρουσιαστεί ως «εξαπατημένος» από τους στενούς του συνεργάτες, στους οποίους επέρριψε όλες τις ευθύνες προκειμένου να μην έχει, ο ίδιος, νομικές κυρώσεις.
Η υπόθεση εκτείνεται χρονικά από το 2006 μέχρι και το 2011, όταν ο εισαγγελέας Εφετών, κ. Ισίδωρος Ντογιάκος, διενήργησε αυτοψία παρουσία δασάρχη στην περιοχή όπου και διαπίστωσε το δημόσιο χαρακτήρα της έκτασης.
Νωρίτερα είχαν προηγηθεί δυο αιτήσεις συμβολαίων της εταιρίας «Μαχητής Α.Ε.» (συμφερόντων του εφοπλιστή) στο υποθηκοφυλακείο Κορωπίου με τις οποίες ζητούνταν να μεταγραφεί η αχανής έκταση. Οι αιτήσεις πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο του 2008 και οι απαντήσεις που έλαβε η εταιρία ήταν αρνητικές.
Περιέργως, όμως, στις 11 Δεκεμβρίου του 2008 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών άναψε το «πράσινο φως» για την μετεγγραφή των στρεμμάτων, με μάρτυρες της υπόθεσης να καταθέτουν ότι υπήρξε στενή συνεργασία μεταξύ του εφοπλιστή και του φερόμενου ως «εγκεφάλου» της οργάνωσης προκειμένου να εκδοθεί η συγκεκριμένη, σκανδαλώδης, απόφαση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όμως και οι ισχυρισμοί του Βίκτωρα Ρέστη ο οποίος κατά τη διάρκεια εξηγήσεων που παρείχε στον εισαγγελικό λειτουργό, έκανε λόγο για καλοστημένο σχέδιο το οποίο εξυφάνθηκε από πρώην στενούς του συνεργάτες στους οποίους είχε αναθέσει τη διαχείριση των εταιριών του. «Έπεσα θύμα ενός καλοστημένου εγκληματικού μηχανισμού», αναφέρει επιρρίπτοντας τις ευθύνες στον δικηγόρο αλλά και σε έναν πρώην οικονομικό διευθυντή του Ομίλου του.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η τοποθέτηση του αρχιτέκτονα, συγγενή του πρώην υπουργού, ο οποίος πάντως καταλήγει επισημαίνοντας ότι δεν υπήρξε ζημία του Δημοσίου καθώς, πλέον, ο Όμιλος του Εφοπλιστή δεν εγείρει δικαιώματα στα επίδικα συμβόλαια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τη συγκεκριμένη ιστορία ο Βίκτωρ Ρέστης έχει ήδη καταθέσει μηνύσεις εναντίον των πρώην συνεργατών του. Γνώστες της υπόθεσης επισημαίνουν ότι στην υπόθεση ενδέχεται να εμπλέκεται και ένα ακόμη πρόσωπο, το οποίο παρόλο που στο παρελθόν διατηρούσε πολύ στενές σχέσεις με τον εφοπλιστή, εντούτοις αποδεικνύεται ότι τον «εξαπατούσε» χρησιμοποιώντας το όνομά του προκειμένου να συμμετέχει σε έκνομες δραστηριότητες.
«Ο Ρέστης θα κέρδιζε 224 εκ. ευρώ»
Στην πολυσέλιδη κατάθεσή του ο δικηγόρος, Γιώργος Παπαζαφειρόπουλος, πρώην συνεργάτης του εφοπλιστή τον κατονομάζει ως τον άνθρωπο που «οργάνωσε» την απάτη σε βάρος του Δημοσίου. Όπως λέει, απώτερος σκοπός του ήταν να εντάξει την περιοχή στο σχέδιο πόλεως προκειμένου να χτίσει μια μικρή Πολιτεία. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την κατάθεση του κ. Παπαζαφειρόπουλου, επέλεξε να συνεργαστεί με τον αρχιτέκτονα αλλά και με τους κατάλληλους ανθρώπους οι οποίοι είχαν «επαφές» με στελέχη του ΥΠΕΧΩΔΕ.
«Ο εφοπλιστής κ. Ρέστης, το 2005, ανέθεσε στο μηχανικό (σ.σ. συγγενή πρώην υπουργού) να μεσολαβήσει συντάσσοντας του τις απαραίτητες μελέτες και τοπογραφικά και φέρνοντας τον σε επαφή με τους κατάλληλους ανθρώπους (αξιωματούχους και ανώτερους υπαλλήλους- μηχανικούς ΥΠΕΧΩΔΕ και τους συναδέλφους τους στα συναρμόδια υπουργεία κλπ) ώστε να πετύχει την ένταξη μιας ολόκληρης περιοχής του Κορωπίου, 400 περίπου στρεμμάτων, σε ζώνη Π.Ε.Ρ.Π.Ο. (Περιοχές Ειδικά Ρυθμιζόμενης Πολεοδόμησης)», αναφέρει στην κατάθεση και συνεχίζει: «. Αργότερα, σε μη προσδιοριζόμενο από τον ίδιο χρόνο, του ανέθεσε να πράξει αντίστοιχα για μία έκταση 1.800 στρεμμάτων στη Βούλα. Τα τεράστια χρηματικά ποσά (39.000.000 ευρώ!) που ο ίδιος ο κ. Ρέστης μας πληροφορεί στη μήνυση του ότι έδωσε, δεν έπιασαν τόπο, για λόγους ανεξάρτητους των δυο τους. Το αν τα ποσά αυτά προορίζονταν για μελέτες το αφήνω στην κρίση σας».
Στη συνέχεια της κατάθεσής του ο δικηγόρος αναφέρει ότι όταν το υποθηκοφυλακείο Κορωπίου «ακύρωσε» την μετεγγραφή της δασικής έκτασης τότε ο Βίκτωρ Ρέστης, χρησιμοποίησε τους επικεφαλής της οργάνωσης της «Μαφίας των Ακινήτων» προκειμένου να επιλύσει -δικαστικά την υπόθεση. Μάλιστα επικαλείται και την κατάθεση του βασικού μάρτυρα της υπόθεσης, Δημήτρη Παρασκευόπουλου, ο οποίος στις 29 Οκτωβρίου 2010 είχε αναφέρει ότι υπήρχε συνεργασία μεταξύ του εφοπλιστή και του φερόμενου ως «εγκεφάλου» του κυκλώματος.
Τότε ο μάρτυρας-κλειδί είχε επισημάνει ότι επειδή προέκυψαν προβλήματα νομικής φύσεως όσον αφορά τη μεταγραφή των δύο συμβολαίων της αγοράς από την εταιρεία «Μαχητής», η εγκληματική οργάνωση βοήθησε τον εφοπλιστή ώστε να επιτευχθεί η αγορά με δικαστική απόφαση που εκδόθηκε από το Πρωτοδικείο Αθηνών.
Επιπλέον στην πολυσέλιδη κατάθεση του ο κ. Παπαζαφειρόπουλος αναφέρει ότι ο εφοπλιστής είχε αγοράσει και άλλα ακίνητα περιφερειακά των 300 στρεμμάτων. Ως αγοραστής, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, εμφανιζόταν η κυπριακή εταιρία Skarpiza, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα κρατούνταν οι τιμές σε χαμηλά επίπεδα αφού δεν «θα ακουγόταν η δραστηριότητα του εφοπλιστή στην περιοχή».
Επιπλέον υποστηρίζει ότι ο Βίκτωρ Ρέστης επιθυμούσε σφόδρα να ολοκληρώσει την αγορά του ακινήτου στην εταιρεία συμφερόντων του, για να προχωρήσει και το ΦΕΚ της εντάξεως της όλης περιοχής στο σχέδιο πόλεως.
«Το ακίνητο αυτό, εφόσον τηρούσαν τις υποσχέσεις τους, αυτοί που, κατά ομολογίες του στη μήνυση του, ‘χρηματοδότησε’ για να του το εντάξουν στο σχέδιο πόλεως, θα μπορούσε να αποβεί γι αυτόν μία πολύ κερδοφόρα επένδυση. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό θα κέρδιζε 224.880.000 ευρώ. Αυτό είναι το διαφυγόν του κέρδος από την ως άνω επένδυση, που ‘δεν του βγήκε’, με την μη ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλης. Γι αυτό ενόψει μάλιστα της επικείμενης δίωξης του, σπεύδει να επιστρέψει το άχρηστο πλέον γι’ αυτόν ακίνητο. Αφού δεν κατάφερε να λάβει άδεια ιδιωτική πολεοδόμησης, δεν είχε πλέον για τον κ. Ρέστη κανένα επενδυτικό ενδιαφέρον», καταλήγει.
«Έπεσα θύμα καλοστημένου μηχανισμού»
Από την πλευρά του, καταθέτοντας με την ιδιότητα του υπόπτου, ενώπιον των εισαγγελικών Αρχών ο Βίκτωρ Ρέστης προσπάθησε να αποποιηθεί από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με την απάτη σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου, κατηγορώντας τους πρώην συνεργάτες του Ομίλου του.
Η δεύτερη κατάθεση του εφοπλιστή ενώπιον του κ. Ισίδωρου Ντογιάκου πραγματοποιήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 2012. Εκεί παρουσιάσθηκε ως θύμα, καθώς -όπως είπε- οι πρώην συνεργάτες του, εκμεταλλεύτηκαν την εμπιστοσύνη που τους είχε και τον εξαπάτησαν με σκοπό να του αποσπάσουν μεγάλα χρηματικά ποσά. Ανέφερε συγκεκριμένα: «Το ότι μεταβιβάστηκαν αιτία πωλήσεως στις εταιρείες του Ομίλου Ρέστη καθώς και σε μένα προσωπικά δημόσιες δασικές εκτάσεις, ήταν ζητήματα τα οποία αγνοούσα, πέφτοντας θύμα ενός καλοστημένου εγκληματικού μηχανισμού».
Στην κατάθεσή του άφησε αιχμές εναντίον και του πρώην δικηγόρου του για τον οποίο επεσήμανε ότι «τον διαβεβαίωνε ρητά και κατηγορηματικά για την νομιμότητα και την εγκυρότητα όλων των ερευνώμενων ακινήτων».
Σε ό, τι αφορά την εκταμίευση σημαντικών χρηματικών ποσών από τους λογαριασμούς των εταιρειών του Ομίλου Ρέστη, ο εφοπλιστής κατέθεσε ότι υπεύθυνος ήταν άλλος συνεργάτης ο οποίος είχε πλήρη οικονομικό έλεγχο των εταιρειών.
Παράλληλα υποστηρίζει ότι στις 5 Οκτωβρίου του 2011 απέστειλε εξώδικη δήλωση προς το Ελληνικό Δημόσιο, με την οποία διευκρίνιζε ότι «τόσο εγώ, όσο και οι εταιρείες συμφερόντων μου, ΜΑΧΗΤΗΣ Α.Ε. και SKARPIZA DEVELOPMENT LIMITED ουδεμία αξίωση έχουν ή διατηρούν για τις δημόσιες δασικές εκτάσεις που απέκτησαν ( δι' εξαπατήσεως τους)».
Στην ίδια δήλωση ανέφερε ότι «αναγνωρίζουν πλήρως τα δικαιώματα επί αυτών του Ελληνικού Δημοσίου και ότι προσφερόμεθα να πράξουμε οτιδήποτε άλλο μας υποδειχθεί προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε ίχνος απειλής οποιασδήποτε βλάβης, η οποία απήλθε με την εν αγνοία μας έκδοση της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών».
Η κατάθεση του αρχιτέκτονα
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι εξηγήσεις τις οποίες έδωσε ο μηχανικός που ανέλαβε τη μελέτη του έργου, ο οποίος επιβεβαίωσε τη συμφωνία των 3 εκάτ. Ευρώ και την προκαταβολή ύψους 1.5 εκάτ. ευρώ που έλαβε στις 27 Ιουνίου 2005 για την ανάληψη μελέτης για τον πολεοδομικό σχεδιασμό.
Καταθέτοντας για το επίδικο έργο επεσήμανε ότι του ανατέθηκε από τον κ. Παπαζαφειρόπουλο και μια μεσίτρια οι οποίοι του ζήτησαν συνολικά 1.250.000 ευρώ για τη δουλειά που του έδωσαν. Παράλληλα ο μηχανικός υποστήριξε ότι πιέστηκε προκειμένου να επισπεύσει την διαδικασία σύνταξης τοπογραφικών διαγραμμάτων τα οποία θα συμπεριλαμβάνονταν στα συμβόλαια αγοροπωλησίας. Όπως είπε, προκειμένου να μη χάσει χρόνο, χρησιμοποίησε ένα παλαιότερο που του έδωσε η μεσίτρια και το οποίο ήταν «καθ όλα νόμιμο».
Ταυτιζόμενος με τους ισχυρισμούς του κ. Ρέστη, ο μηχανικός υποστήριξε ότι χρησιμοποιήθηκε, προκειμένου συγκεκριμένα πρόσωπα να βλάψουν τα συμφέροντα και την περιουσία του εφοπλιστή και να ωφεληθούν οι ίδιοι.
Επιπλέον, καταλήγει ότι δεν υπάρχει βλάβη του Δημοσίου, καθώς, όπως υποστήριξε τόσο ο εφοπλιστής όσο και οι εταιρίες του Ομίλου του δεν έχουν ιδιοκτησιακό δικαίωμα από τα επίδικα συμβόλαια και αναγνωρίζουν πλήρως τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου επί των εκτάσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον τελευταίο λόγο για την ποινική μεταχείριση των εμπλεκομένων προσώπων αναμένεται να έχει ο ειδικός εφέτης-ανακριτής κ. Χριστόπουλος ο οποίος καλείται να προσωποποιήσει τις in rem (κατά παντός υπευθύνου) διώξεις που ασκήθηκαν από τις εισαγγελικές Αρχές. Από την περάτωση της ανάκρισης θα διαφανεί εάν ο εφοπλιστής είναι θύμα μιας σατανικής σκευωρίας ή «εγκέφαλος» μιας απάτης η οποία αποπειράθηκε να γίνει σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου