Σχεδόν 50 εκατομμύρια Αμερικανοί ζουν σε συνθήκες φτώχειας
Τα νέα στοιχεία, που είδαν το φως της δημοσιότητας μόλις λίγες ημέρες
μετά τη δημοσίευση των τελικών αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών,
αποδεικνύουν με τον σαφέστερο τρόπο ότι η κυβέρνηση Ομπάμα ψεύδονταν
κατ’ επανάληψη όταν ισχυριζόταν ότι τα “πλεονεκτήματα” από το κοινωνικό
πρόγραμμα που θέσπισε είχαν ευεργετικά αποτελέσματα.
Της Kate Randall
Ο αριθμός των Αμερικανών πολιτών που ζουν σε συνθήκες φτώχειας αυξήθηκε πέρυσι σε 49,7 εκατομμύρια, σύμφωνα με νέες μετρήσεις που δίνουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της φτώχειας στις ΗΠΑ απ΄ό,τι τα προηγούμενα δεδομένα της Δημογραφικής...
Υπηρεσίας της χώρας. Ο νέος δείκτης φτώχειας έχει ανεβεί στο 16,1%, ενώ μόλις τον Σεπτέμβριο ήταν στο 15%.
H είδηση ότι σχεδόν ο ένας στους έξι (1/6) Αμερικανούς ζει σε συνθήκες φτώχειας δημοσιεύθηκε λίγες ημέρες μετά τις προεδρικές εκλογές, με αποτέλεσμα να μην τύχει της πρέπουσας προσοχής από τα ΜΜΕ και την κυβέρνηση Ομπάμα. Κανένα από τα δύο αμερικανικά κόμματα – επιχειρήσεις δεν έχει σχεδιάσει πολιτικές που να στοχεύουν στην μείωση του αυξανόμενου δείκτη φτώχειας και την ανακούφιση του πληθυσμού, ο οποίος πλήττεται από την διογκούμενη ανεργία και την μετά βίας κινούμενη οικονομική δραστηριότητα.
Η Υπηρεσία Καταμέτρησης, σε συνεργασία με την Υπηρεσία των Στατιστικών για τα Εργασιακά, δημιούργησαν πριν από ένα χρόνο ένα νέο τρόπο μέτρησης (Supplemental Poverty Measure – SPM), ο οποίος εφαρμόζει πολλές από τις προτάσεις της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ. Ο SPM συνυπολογίζει παράγοντες όπως έξοδα για σίτιση, ρουχισμό, στέγη, κοινόχρηστα, ιατροφαρμακευτική αγωγή και άλλα έξοδα που οι προηγούμενες μετρήσεις δεν λάμβαναν υπ’ όψιν. Στα δε εισοδήματα συνυπολογίζονται τα επιδόματα στα πλαίσια της δημόσιας κοινωνικής πρόνοιας, όπως τα επιδόματα ανεργίας και τα επιδόματα σίτισης.
Τα αποτελέσματα που δημοσίευσε η Δημογραφική Υπηρεσία των ΗΠΑ την Πέμπτη, 15/11, δείχνουν καθαρά ότι, ενώ κάποια νοικοκυριά έχουν εισοδήματα που τους κατατάσσουν πάνω από το όριο της φτώχειας, παράγοντες όπως π.χ. ιατρικά έξοδα σπρώχνουν όλο και περισσότερους πολίτες κάτω από το όριο φτώχειας. Τα ίδια δεδομένα καταδεικνύουν ότι η τελμάτωση στον τομέα της απασχόλησης εδώ και τέσσερα χρόνια, από την έναρξη της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα, έχει πλήξει περισσότερο τους χαμηλόμισθους πολίτες, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις αδυνατούν να λύσουν το πρόβλημα της φτώχειας που πλήττει την οικογένειά τους.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις, πάνω από το 15% των εργαζομένων Αμερικανών ηλικίας μεταξύ 18-64 ζει σε συνθήκες φτώχειας από το 2011. Ανάμεσα σε αυτούς, το 9,4% έπεσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Από όσους είναι μερικώς απασχολούμενοι σε μόνιμη βάση, το 18,5% έπεσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Το 1/3 από εκείνους που εργάστηκαν λιγότερο από μια εβδομάδα το 2011 – 16,2 εκατομμύρια πολίτες ή το 33,5% του γενικού πληθυσμού – ζει σε συνθήκες φτώχειας από πέρυσι.
Βάσει του νέου τρόπου μέτρησης SPM, τα ποσοστά ψτώχειας έχουν αυξηθεί δραματικά σε αρκετές μερίδες του πληθυσμού. 15,1% των Αμερικανών ηλικίας από 65 και πάνω ζουν σε συνθήκες φτώχειας, διπλάσιοι από το ποσοστό 8,7% που είχε δείξει η προηγούμενη μέτρηση. Η μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση στους ηλικιωμένους είναι τα ιατρικά έξοδα, τα οποία καλούνται να πληρώσουν από τη τσέπη τους.
Στους ισπανόφωνους, ο δείκτης φτώχειας είναι 28%, έναντι του 25,4% που είχε δείξει η προηγούμενη μέτρηση. Η διαφορά αυτή οφείλεται στην περιορισμένη πρόσβαση των ισπανόφωνων μεταναστών σε δημόσια προγράμματα πρόνοιας, αλλά και στο γεγονός ότι πολλοί από αυτούς διαμένουν σε περιοχές όπου έχουν εφαρμοστεί περικοπές των δημόσιων δαπανών.
Σύμφωνα πάντα με τον νέο τρόπο μέτρησης, πάνω από το 1/4 των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
Στα δε νοικοκυριά όπου το κύριο εισόδημα προέρχεται από ανύπανδρες γυναίκες ο δείκτης φτώχειας είναι 30%. Από τα νοικοκυριά που ενοικιάζουν διαμέρισμα το 29,3% ζει σε συνθήκες φτώχειας.
Επίσης πλήττονται δραματικά οι πολίτες που ζουν σε αστικές περιοχές, όπου το κόστος διαβίωσης είναι υψηλότερο και τα κρατικά επιδόματα αδυνατούν να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες των πολιτών.
Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, στην Καλιφόρνια παρατηρείται το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στη χώρα. 8,8 εκατομμύρια πολίτες (το 23,5%) στην πολιτεία αυτή ζει σε συνθήκες φτώχειας, ποσοστό που οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στο υψηλό κόστος διαβίωσης στη συγκεκριμένη πολιτεία και τις μεγάλες μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες για κοινωνικά προγράμματα.
Με ελάχιστη διαφορά ακολουθεί η πρωτεύουσα της χώρας, Ουάσιγκτον (D.C. και όχι η ομώνυμη πολιτεία), όπου το 23,2% των πολιτών ζει μέσα στη φτώχεια σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις. Στην τρίτη θέση είναι η Φλόριντα, όπου ο δείκτης φτώχειας είναι 19,5%.
Η νέα μέτρηση έχει επίσης αποκαλύψει διάφορες αλλαγές που παρατηρούνται μεταξύ διαφόρων περιοχών της χώρας. Στις Δυτικές πολιτείες, το 20% των νοικοκυριών ζει σε συνθήκες φτώχειας, ενώ στο Νότο (το τμήμα της χώρας όπου ιστορικά έχουν παρατηρηθεί τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας) το 16%. Η αλλαγή αυτή οφείλεται αναμφίβολα στις επιθέσεις που έχουν δεχθεί τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας στην Καλιφόρνια και στην κατάρρευση της αγοράς ακινήτων στη Νεβάδα.
Γενικά, παρατηρείται ότι όπου οι κοινωνικές παροχές δεν έχουν περικοπεί, οι πολίτες αντιστέκονται στις τάσεις και αντέχουν. Επίσης όπου εφαρμόζεται το πρόγραμμα σίτισης με κουπόνια (SNAP) και η καταβολή επιδομάτων ανεργίας συνεχίζεται κανονικά, ο πληθυσμός εξακολουθεί να είναι θωρακισμένος εναντίον της φτώχειας. Ωστόσο, αυτές ακριβώς είναι οι παροχές, καθώς και τα προγράμματα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης Medicare και Medicaid, που περικόπτονται σύμφωνα με τις εξαγγελίες και των δύο μεγάλων κομμάτων, με την υποκριτική δικαιολογία της “οικονομικής ύφεσης που απειλεί τη χώρα“.
Τα νέα στοιχεία, που είδαν το φως της δημοσιότητας μόλις λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση των τελικών αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών, αποδεικνύουν με τον σαφέστερο τρόπο ότι η κυβέρνηση Ομπάμα ψεύδονταν κατ’ επανάληψη όταν ισχυριζόταν ότι τα “πλεονεκτήματα” από το κοινωνικό πρόγραμμα που θέσπισε είχαν ευεργετικά αποτελέσματα.
Μόνο μέσα στην τελευταία εβδομάδα, 78.000 Αμερικανοί έκαναν αίτηση για επίδομα ανεργίας, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο αμερικανικός πληθυσμός βυθίζεται συνεχώς σε επίπεδα ανέχειας πρωτόγνωρα για τη χώρα αυτή.
Της Kate Randall
Ο αριθμός των Αμερικανών πολιτών που ζουν σε συνθήκες φτώχειας αυξήθηκε πέρυσι σε 49,7 εκατομμύρια, σύμφωνα με νέες μετρήσεις που δίνουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της φτώχειας στις ΗΠΑ απ΄ό,τι τα προηγούμενα δεδομένα της Δημογραφικής...
Υπηρεσίας της χώρας. Ο νέος δείκτης φτώχειας έχει ανεβεί στο 16,1%, ενώ μόλις τον Σεπτέμβριο ήταν στο 15%.
H είδηση ότι σχεδόν ο ένας στους έξι (1/6) Αμερικανούς ζει σε συνθήκες φτώχειας δημοσιεύθηκε λίγες ημέρες μετά τις προεδρικές εκλογές, με αποτέλεσμα να μην τύχει της πρέπουσας προσοχής από τα ΜΜΕ και την κυβέρνηση Ομπάμα. Κανένα από τα δύο αμερικανικά κόμματα – επιχειρήσεις δεν έχει σχεδιάσει πολιτικές που να στοχεύουν στην μείωση του αυξανόμενου δείκτη φτώχειας και την ανακούφιση του πληθυσμού, ο οποίος πλήττεται από την διογκούμενη ανεργία και την μετά βίας κινούμενη οικονομική δραστηριότητα.
Η Υπηρεσία Καταμέτρησης, σε συνεργασία με την Υπηρεσία των Στατιστικών για τα Εργασιακά, δημιούργησαν πριν από ένα χρόνο ένα νέο τρόπο μέτρησης (Supplemental Poverty Measure – SPM), ο οποίος εφαρμόζει πολλές από τις προτάσεις της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ. Ο SPM συνυπολογίζει παράγοντες όπως έξοδα για σίτιση, ρουχισμό, στέγη, κοινόχρηστα, ιατροφαρμακευτική αγωγή και άλλα έξοδα που οι προηγούμενες μετρήσεις δεν λάμβαναν υπ’ όψιν. Στα δε εισοδήματα συνυπολογίζονται τα επιδόματα στα πλαίσια της δημόσιας κοινωνικής πρόνοιας, όπως τα επιδόματα ανεργίας και τα επιδόματα σίτισης.
Τα αποτελέσματα που δημοσίευσε η Δημογραφική Υπηρεσία των ΗΠΑ την Πέμπτη, 15/11, δείχνουν καθαρά ότι, ενώ κάποια νοικοκυριά έχουν εισοδήματα που τους κατατάσσουν πάνω από το όριο της φτώχειας, παράγοντες όπως π.χ. ιατρικά έξοδα σπρώχνουν όλο και περισσότερους πολίτες κάτω από το όριο φτώχειας. Τα ίδια δεδομένα καταδεικνύουν ότι η τελμάτωση στον τομέα της απασχόλησης εδώ και τέσσερα χρόνια, από την έναρξη της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα, έχει πλήξει περισσότερο τους χαμηλόμισθους πολίτες, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις αδυνατούν να λύσουν το πρόβλημα της φτώχειας που πλήττει την οικογένειά τους.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις, πάνω από το 15% των εργαζομένων Αμερικανών ηλικίας μεταξύ 18-64 ζει σε συνθήκες φτώχειας από το 2011. Ανάμεσα σε αυτούς, το 9,4% έπεσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Από όσους είναι μερικώς απασχολούμενοι σε μόνιμη βάση, το 18,5% έπεσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Το 1/3 από εκείνους που εργάστηκαν λιγότερο από μια εβδομάδα το 2011 – 16,2 εκατομμύρια πολίτες ή το 33,5% του γενικού πληθυσμού – ζει σε συνθήκες φτώχειας από πέρυσι.
Βάσει του νέου τρόπου μέτρησης SPM, τα ποσοστά ψτώχειας έχουν αυξηθεί δραματικά σε αρκετές μερίδες του πληθυσμού. 15,1% των Αμερικανών ηλικίας από 65 και πάνω ζουν σε συνθήκες φτώχειας, διπλάσιοι από το ποσοστό 8,7% που είχε δείξει η προηγούμενη μέτρηση. Η μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση στους ηλικιωμένους είναι τα ιατρικά έξοδα, τα οποία καλούνται να πληρώσουν από τη τσέπη τους.
Στους ισπανόφωνους, ο δείκτης φτώχειας είναι 28%, έναντι του 25,4% που είχε δείξει η προηγούμενη μέτρηση. Η διαφορά αυτή οφείλεται στην περιορισμένη πρόσβαση των ισπανόφωνων μεταναστών σε δημόσια προγράμματα πρόνοιας, αλλά και στο γεγονός ότι πολλοί από αυτούς διαμένουν σε περιοχές όπου έχουν εφαρμοστεί περικοπές των δημόσιων δαπανών.
Σύμφωνα πάντα με τον νέο τρόπο μέτρησης, πάνω από το 1/4 των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
Στα δε νοικοκυριά όπου το κύριο εισόδημα προέρχεται από ανύπανδρες γυναίκες ο δείκτης φτώχειας είναι 30%. Από τα νοικοκυριά που ενοικιάζουν διαμέρισμα το 29,3% ζει σε συνθήκες φτώχειας.
Επίσης πλήττονται δραματικά οι πολίτες που ζουν σε αστικές περιοχές, όπου το κόστος διαβίωσης είναι υψηλότερο και τα κρατικά επιδόματα αδυνατούν να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες των πολιτών.
Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, στην Καλιφόρνια παρατηρείται το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στη χώρα. 8,8 εκατομμύρια πολίτες (το 23,5%) στην πολιτεία αυτή ζει σε συνθήκες φτώχειας, ποσοστό που οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στο υψηλό κόστος διαβίωσης στη συγκεκριμένη πολιτεία και τις μεγάλες μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες για κοινωνικά προγράμματα.
Με ελάχιστη διαφορά ακολουθεί η πρωτεύουσα της χώρας, Ουάσιγκτον (D.C. και όχι η ομώνυμη πολιτεία), όπου το 23,2% των πολιτών ζει μέσα στη φτώχεια σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις. Στην τρίτη θέση είναι η Φλόριντα, όπου ο δείκτης φτώχειας είναι 19,5%.
Η νέα μέτρηση έχει επίσης αποκαλύψει διάφορες αλλαγές που παρατηρούνται μεταξύ διαφόρων περιοχών της χώρας. Στις Δυτικές πολιτείες, το 20% των νοικοκυριών ζει σε συνθήκες φτώχειας, ενώ στο Νότο (το τμήμα της χώρας όπου ιστορικά έχουν παρατηρηθεί τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας) το 16%. Η αλλαγή αυτή οφείλεται αναμφίβολα στις επιθέσεις που έχουν δεχθεί τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας στην Καλιφόρνια και στην κατάρρευση της αγοράς ακινήτων στη Νεβάδα.
Γενικά, παρατηρείται ότι όπου οι κοινωνικές παροχές δεν έχουν περικοπεί, οι πολίτες αντιστέκονται στις τάσεις και αντέχουν. Επίσης όπου εφαρμόζεται το πρόγραμμα σίτισης με κουπόνια (SNAP) και η καταβολή επιδομάτων ανεργίας συνεχίζεται κανονικά, ο πληθυσμός εξακολουθεί να είναι θωρακισμένος εναντίον της φτώχειας. Ωστόσο, αυτές ακριβώς είναι οι παροχές, καθώς και τα προγράμματα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης Medicare και Medicaid, που περικόπτονται σύμφωνα με τις εξαγγελίες και των δύο μεγάλων κομμάτων, με την υποκριτική δικαιολογία της “οικονομικής ύφεσης που απειλεί τη χώρα“.
Τα νέα στοιχεία, που είδαν το φως της δημοσιότητας μόλις λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση των τελικών αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών, αποδεικνύουν με τον σαφέστερο τρόπο ότι η κυβέρνηση Ομπάμα ψεύδονταν κατ’ επανάληψη όταν ισχυριζόταν ότι τα “πλεονεκτήματα” από το κοινωνικό πρόγραμμα που θέσπισε είχαν ευεργετικά αποτελέσματα.
Μόνο μέσα στην τελευταία εβδομάδα, 78.000 Αμερικανοί έκαναν αίτηση για επίδομα ανεργίας, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο αμερικανικός πληθυσμός βυθίζεται συνεχώς σε επίπεδα ανέχειας πρωτόγνωρα για τη χώρα αυτή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου