Σ αυτό το αφιέρωμα δεν θα σταθούμε τόσο στο βιογραφικό του ποιητή όσο στο έργο του. Το έργο του που άργησε να αναγνωρισθεί. Οι πρώτες προσπάθειες έγιναν από το Δημήτριο Βικέλα και κυρίως από τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος του αφιέρωσε μία διάλεξη στον «Παρνασσό» το 1889, αλλά έπρεπε να φτάσουμε στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. και στην περίφημη Γενιά του ’30 προκειμένου να «ξαναδιαβαστεί» η ποίηση του και να καταλάβει στην θέση που του αξίζει το ελληνικό ποιητικό Πάνθεον.
Οι ''Ωδές''
Το 1824 εκδίδει τις 10 πρώτες ωδές του, οι οποίες εκδίδονται υπό τον τίτλο «Λύρα» και οι οποίες σχεδόν αμέσως μεταφράζονται στα γαλλικά και χαίρουν μεγάλης ανταπόκρισης. Στις αρχές του 1825 ο ποιητής μεταβαίνει για μία ακόμη φορά στο Παρίσι, όπου το 1826 δημοσιεύει τις επόμενες 10 ωδές του, τα «Λυρικά». Οι ωδές είναι αφιερωμένες στην δόξα, τον Ιερό Λόχο, την Χίο, τα Ψαρά, το Σούλι, τον βωμό της πατρίδος, την ελευθερία κ.λ.π..
Ξεχωρίζουμε δύο από τις όχι και τόσο διαδεδομένες. Η πρώτη με τίτλο ''Εἰς Δόξαν'' περιλαμβάνεται στη ''Λύρα'' ενώ η δεύτερη με τίτλο ''Εἰς τὸν Προδότην'' στα ''Λυρικά''
ᾨδὴ Δευτέρα. Εἰς Δόξαν
στροφὴ α´.
Ἔσφαλεν ὁ τὴν δόξαν
ὀνομάσας ματαίαν,
καὶ τὸν ἄνδρα μαινόμενον
τὸν πρὸ τοιαύτης καίοντα
θεᾶς τὴν σμύρναν. 5
β´.
Δίδει αὐτὴ τὰ πτερά·
καὶ εἰς τὸν τραχύν, τὸν δύσκολον
τῆς Ἀρετῆς τὸν δρόμον
τοῦ ἀνθρώπου τὰ γόνατα
ἰδοὺ πετάουν. 10
γ´.
Μικρὰν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
ἔτυχ᾿ ὅστις ἀκούει
τῆς δόξης τὴν παράκλησιν
καὶ δειλιάζει. 15
δ´.
Ποτέ, ποτὲ μὲ᾿ δάκρυα
δὲν ἔβρεξεν ἐκεῖνος
τῶν φίλων του τὸ μνῆμα,
οὔτε τὸ χῶμα ἐφίλησε
τῶν συγγενῶν του. 20
ε´.
Εἰς τὸν ἠγριωμένον
βαθὺν ὠκεανόν,
ὅπου φυσάει μὲ᾿ βίαν
καὶ ὀργίζεται τὸ πνεῦμα
τῆς πικρᾶς τύχης· 25
ς´.
Καθ᾿ ἡμέραν κυττάζει
τοὺς πολλοὺς τῶν δυστήνων
πνιγομένων θνητῶν,
καὶ ποῖος ποτὲ τὸν ἤκουσε
παραπονοῦντα; 30
ζ´.
Θερμότατον τὸν πόθον
ἐφύτευσας τῆς δόξης
εἰς τὴν καρδίαν τῶν τέκνων σου,
Ὦ Ἑλλάς, καὶ καλεῖσαι
μήτηρ ἡρῴων. 35
η´.
Καθὼς ἀπὸ τὸ σπήλαιον
ἐκβὰς ὁ λέων πληγώνει,
σκοτώνει, διασκορπίζει
τολμηρῶν κυνηγῶν
πλῆθος Ἀράβων· 40
θ´.
Καθὼς εἰς τὸν χειμῶνα
τὸ νερὸν ὑπερήφανον
τοῦ χειμάρρου κυλίεται,
καὶ τὰ χωράφια χάνονται
βοσκοὶ καὶ ζῷα. 45
ι´.
Ἢ καθὼς τὴν αὐγὴν
ἐξαπλώνετ᾿ ὁ Ἥλιος,
καὶ τ᾿ ἄστρα τ᾿ ἀναρίθμητα
ἀπὸ τὸν μέγαν Ὄλυμπον
πάντα ἐξαλείφει· 50
ια´.
Οὕτως τὰ μύρια τάγματα
ἔχυσεν ὁ Ἀράξης,
ἀλλά, ὦ Ἀσπὶς Ἑλλάδος,
σὺ ἐπὶ τοὺς Πέρσας ἄστραψες,
κ᾿ ἔγινον κόνις. 55
ιβ´.
Περίφημοι ψυχαὶ
τριακοσίων λακώνων,
ψυχαὶ αἱ ποὺ ἐδοξάσατε
τὸν Ἀσωπὸν καὶ τ᾿ ἄλσος
τοῦ Μαραθῶνος· 60
ιγ´.
Εὔφραινε μὲ᾿ τὸ ἀθάνατον
μέτρον τὰς Ἀχαΐδας
χήρας ὁ θεῖος Ὅμηρος,
καὶ τὸ πνεῦμα σας ἄναπτε
τὸ ἴδιον μέλος. 65
ιδ´.
Τοῦ καρτεροῦ Αἰακίδου
τὴν φήμην ἐζηλεύσατε,
(ἀείμνηστος, θαυμάσιος
ζῆλος) καὶ τ᾿ αἷμα ἐχύσατε
διὰ τὴν Ἑλλάδα. 70
ιε´.
Καιγώ, καἰγὼ τὸ σίδηρον
γυρεύω· ποῖος μοῦ δίδει
τὰς βροντὰς τοῦ πολέμου;
ποῖος μ᾿ ὁδηγεῖ τὴν σήμερον
εἰς τὸν ἀγῶνα; 75
ις´.
Φοβερόν, μυσαρὸν
θρέμμα σκληρᾶς Ἀσίας,
Ὠθωμανέ, τί μένεις;
τί νοεῖς; τί δὲν φεύγεις
τὸν θάνατόν σου; 80
ιζ´.
Ἔφθασ᾿ ἡ ὥρα· φύγε,
ἀνέβα τὴν ἀγρίαν
ἀραβικὴν φοράδα·
νίκησον εἰς τὸ τρέξιμον
καὶ τοὺς ἀνέμους. 85
ιη´.
Ἐπὶ τὸν Ὑμηττὸν
ἐβλάστησεν ἡ δάφνη,
φύλλον ἱερόν, στολίζει
τὰ ἠριπομένα λείψανα
τοῦ Παρθενῶνος. 90
ιθ´.
Νέοι, γυναῖκες, γέροντες,
Ἑλληνικὰ θηρία,
φιλοῦσιν, ἀποσπάουσι
τοὺς κλάδους, στεφανώνουσι
τὰς κεφαλάς των. 95
κ´.
Ἀνέβα τὴν ἀράβιον,
Ὠθωμανέ, φοράδα·
τὴν φυγὴν κατεγκρήμνισον·
Ἑλληνικὰ θηρία
σὲ κατατρέχουν. 100
κα´.
Τὴν λάμψιν τῶν ὀργάνων
ἀρειμανίων ἴδε·
ἄκουσον τὴν βοὴν
τῶν θάνατον πνεόντων
ἢ ἐλευθερίαν. 105
κβ´.
Νοεῖς; - Τρέξατε, δεῦτε
οἱ τῶν Ἑλλήνων παῖδες·
ἦλθ᾿ ὁ καιρὸς τῆς δόξης,
τοὺς εὐκλεεῖς προγόνους μας
ἂς μιμηθῶμεν. 110
κγ´.
Ἐὰν τὸ ἀκονίσῃ ἡ δόξα,
τὸ ξίφος κεραυνοί·
ἐὰν ἡ δόξα θερμώσῃ
τὴν ψυχὴν τῶν Ἑλλήνων
ποῖος τὴν νικάει; 115
κδ´.
Τί τρέμεις; τὴν φοράδα
κτύπα, κέντησον, φύγε
Ὠθωμανέ· θηρία
μάχην πνέοντα, δόξαν,
σὲ κατατρέχουν. 120
κε´.
Ὦ δόξα, διὰ τὸν πόθον σου
γίνονται καὶ πατρίδος,
καὶ τιμῆς, καὶ γλυκείας
ἐλευθερίας καὶ ὕμνων
ἄξια τὰ ἔθνη. 125
ᾨδὴ Ἐννάτη. Εἰς τὸν Προδότην
στροφὴ πρώτη.
Ἐγύρισε ταὶς πλάταις του·
φεύγει, φεύγει ὁ προδότης·
ἀλαμπῆ σέρνει τ᾿ ἅρματα
φαρμακερά, τὸ στῆθος του
ἔγινεν ᾅδης. 5
β´.
Τὸν σταυρὸν καὶ τοὺς Ἕλληνας
ἄφησ᾿ ὀπίσω, ἐξάπλωσεν
ἀδελφικῶς τὴν χεῖρα του
῾ς τοὺς τούρκους, κ᾿ ἐπροσκύνησε
βάρβαρον νόμον. 10
γ´.
Τὸν συντροφεύει ὁλόμαυρον
μέγα ἐναέριον σύγνεφον·
κρέμεται ἀκόμα ἀτίνακτον
ἀστροπελέκι ἐπάνω του,
κ᾿ ἄγρυπνος μοῖρα. 15
δ´.
Ὦ Βαρνακιώτη· τρέχεις,
καὶ ὁ κτύπος τῶν ποδῶν σου
ἀντιβομβεῖ, ὡσὰν ῾νἄτρεχες
ἐπὶ τὸν κούφιον θόλον
βαθείας ἀβύσσου. 20
ε´.
Ἂν κοπιασμένος πέσῃς
῾ν ἀναπαυθῆς ῾ς τὰ χόρτα,
ἡ τιμωρὸς συνείδησις
μὲ᾿ σὲ πλαγιάζει ἀλλάζουσα
τὰ χόρτα εἰς δράκοντας. 25
ς´.
Τὸ φῶς ἐσὺ ἀποφεύγεις
τῆς ἡμέρας, φοβούμενος
μήπως τῶν προδομένων
ἀνθρώπων σὲ ξανοίξουσιν
ἡ μακραὶ σπάθαι. 30
ζ´.
Κράζεις τὴν νύκτα, κ᾿ ἔρχεται·
ἀλλὰ εἰς τὸ σκότος μέσα
τυλιγμένους φαντάζεσαι
ἐχθροὺς ἀρματωμένους,
καὶ ὡς ἄφρων μένεις. 35
η´.
Ἂν μαυροφορεμένης
χήρας, ἂν βρέφους θρῆνον
ὀρφανικὸν ἀκούσῃς,
τρέμεις, καὶ τὸ ποτήρι σου
πέφτει σχισμένον. 40
θ´.
Ἂν τῆς χαρᾶς τὸν γέλωτα
ἰδῆς εἰς φιλικὸν
δεῖπνον περιπετώμενον,
ἀπ᾿ ἵδρωτα θανάτου
στάζουν τὰ φρύδια σου. 45
ι´.
Ὤ, ποίαν ζωὴν ἠγόρασες
προδότα Βαρνακιώτη!
καὶ τί ἔλπιζες; τὸ θεῖον
διὰ τοὺς ὁμοίους σου τέτοια
δῶρα ἑτοιμάζει. 50
ια´.
Ἂν ἤθελες χρυσάφι -
πολὺν εἰς τὰς βαρβάρους
ἀγαρηνὰς σκηνάς
μὲ᾿ τὸ σπαθὶ εἰς τὸ χέρι
εὕρισκες πλοῦτον. 55
ιβ´.
Πληγωμένος ἀπ᾿ ὕβριν
Ἑλληνικῶν στομάτων
ἂν ἤθελες ἐκδίκησιν -
ἡ καλλητέρα ἐκδίκησις
εἶναι ἡ συμπάθεια. 60
ιγ´.
Μέγα, λαμπρὸν ἐὰν ἤθελες
ὄνομα, καὶ περνώντας
ἐσὺ κάθε ὀφθαλμὸς
μὲ᾿ θαυμασμὸν ῾νὰ στρέφεται
παρατηρώντας σε. - 65
ιδ´.
Σφαλερὸν δρόμον, ἄθλιε,
ἐδιάλεξας· οἱ Ἕλληνες
ποὺ ἐπρόδωσας θαυμάζονται
ἀπὸ τὴν οἰκουμένην
κ᾿ ἥρωες καλοῦνται. 70
ιε´.
Καὶ καταφρονημένος
Ὁ Βαρνακιώτης ἔγινε. -
γύρευε ἀπὸ τὴν μοῖραν σου
κρυπτὸν ῾νὰ σοῦ χαρίσῃ
τάφον εἰς ὅλους. 75
Όλες τις ''Ωδές'' μπορείτε να τις βρείτε
εδώ
Τα υπόλοιπα έργα του δεν είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα. Άλλωστε και οι ''Ωδές'' προορίζονταν περισσότερο για το φιλλεληνικό κοινό παρά για το ελλαδικό. Εκεί τα έργα του βρήκαν μεγάλη αναγνωρισιμότητα και αποδοχή καθώς οι Φαναριώτες και οι Επτανήσιοι λόγιοι της εποχής άσκησαν μεγάλη κριτική στο έργο του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου