Καί τρίτη φορά πήγα στο μετόχι, πάλε απόγευμα. Ή σιγαλιά εκείνης της μεριάς άφηνε τις σκέψες μου καί ξανοίγονταν. Πάλι δέν ήταν ό καλόγερος εκεί είχε πάει κι αυτός στά βορινά χωράφια του μετοχιού. Μά έλειπε καί ό Αυξέντιος, που ξέχασε ωστόσο νά λύση τό φύλακα του μετοχιού, τό μαντρόσκυλο, από τό δέντρο που ήτανε δεμένος. Καί, μόλις μέ είδε, πετάχτηκε άπό χάμω, χύμιξε νά μέ άρπάξη, κόντεψε νά πνιγή άπό τήν άλυσσίδα που ήταν δεμένος, μου έδειξε πολλά δόντια του και γαύγισε, γαύγισε ώς ότου έφυγα και δέ μ' έβλεπε πιά κι ουδέ μέ γρικούσε. Πήγα καί κάθησα σέ μιά πέτρα μακριά άπό τό μετόχι κ' έβλεπα τή θάλασσα. Καί μου συνέβηκε τότε κάτι παράξενο, που θά τό θυμούμαι όσο ζω. Μου φάνηκε πως ήρθε καί κάθησε κοντά μου ό Φαρδύς, εκείνος ό διαλεκτικός, ενώ ήταν άπό χρόνια πεθαμένος, καθώς ήξερα καλά. Καί μου μίλησε έτσι·
— Τί νέα μας φέρνεις από τήν Ελλάδα, ξένε; Διψώ νά μάθω. Ξέρεις, έγώ δέν είμαι χυδαίος άνθρωπος, σάν αυτούς εδώ πέρα· είμαι γραμματισμένος.
— Ά, χαίρομαι πολύ.
Του αποκρίθηκα χωρίς νά ξαφνιστώ καθόλου, σά νά τόν γνώριζα άπό πολλά χρόνια καί σά νά μήν ήξερα πως ήταν πεθαμένος. Και έπειτα είπα·
— Τι νέα; Νά, τά ίδια. Όλα μου φαίνονται παλιά έμενα. Τά καινούργια θά είναι εκείνα πού έμείς θαύτειάσωμα ή τά παιδιά μας. Εσύ σάν τί καινούργιο θέλεις νά μάθης;
— Νά, λένε πως δέ στέκεται καλά ή κυβέρνηση, θά παραιτηθή τό υπουργείο.
— Ά, σέ μέλει πολύ γιά τό υπουργείο; Δέν τό ήξερα. Έμενα δέ μ' ενδιαφέρει καθόλου͘· είναι καθημερινές ψιλοκοπιές της πολιτικής μας. Έδώ στήν ερημιά που βρίσκεσαι, δέν κατάφερες νά κατάργησης και τό κράτος και τήν κυβέρνηση;
— Ναί, συχνά μου ήρθε στό νου ή ιδέα του κοσμοπολισμού καί κάμποσες φορές στοχάστηκα πως είναι περιττοί οί πόλεμοι καί δέν ταιριάζει νά σφάζωνται άνθρωποι αναμεταξύ τους. Όλοι ένα δεν είμαστε; Έπειτα πόσα χρήματα χάνονται στους πολέμους και πόσες ζωές! Γιατί δέ σβήνομε τά σύνορα των εθνών;
— Σά νά ήταν γραμμένα μέ κιμωλία σέ κανένα μαυροπίνακα ή μέ ραβδί στήν άμμο! Αν ήτανε στό χέρι μας...
— Καί Βέβαια, στό χέρι μας είναι. Ας συμφωνήσουν τά έθνη μεταξύ τους νά μήν πολεμιούνται κι έτσι σιγά σιγά θά σβήσουν κι αυτά τά ίδια.
— Μά νά, που δέν τό θέλουν. Όσα είναι κουρασμένα άπό τόν εαυτό τους άς κοιμηθούν· Μά πάντα μένουν άλλα ξυπνητά καί, όσο είναι ξυπνητά, ή ζωντανάδα τους δέν τ' αφήνει νά ησυχάσουν, παρά τά σπρώχνει αδιάκοπα στήν επικράτηση, στήν ηγεμονία του κόσμου. Καί γίνονται οί πόλεμοι. Τούς Γιάπωνες δέν τούς περίμενες νά ξεφυτρώσουν ζωντανοί στήν 'Ασία.
— Καλά, άφησε τά έθνη καί πάρε τά άτομα, που αυτά κάνουν τά έθνη. Παραδέξου πως όλο καί πληθαίνουν οί άνθρωποι, που θέλουν τήν ησυχία τους και τήν καλοπέραση καί αδιαφορούν γιά τούς στρατούς καί τούς πολέμους, γιά τά έθνη, γιά τή δόξα, γιά τή νίκη.
Και αυτοί είναι οί αδύνατοι και οί κουρασμένοι. Γυρεύουν τήν ευτυχία. Καί ευτυχία γι' αυτούς είναι ό ύπνος και ή ησυχία. Ένώ οί δυνατοί άλλήν ευτυχία θέλουν, τούς κόπους, τούς κινδύνους, τή νίκη.
— Δέν ξέρω άν είναι δυνατοί ή αδύνατοι, μά όλο πληθαίνουν αυτοί που λέγω.
— Δέν έκαμα τή στατιστική τους ούτε τήν τωρινή ούτε τήν πρωτιτερινή.
— Τουλάχιστο στήν Ευρώπη έτσι φαίνεται. Αν γίνεται άλλοιώς σ' άλλα μέρη της γης, μπορεί, μά καί κει μέ τόν καιρό θά καταντήσουν οί άνθρωποι σάν τούς Ευρωπαίους.
— Τί μέ μέλει τό θά. Τά μελλούμενα δέν τά ξέρω.
Μπορεί νά γίνουν έτσι, μά μπορεί νά γίνουν κι άλλοιώς. Ποιος ξέρει άν, άντί νά επικρατήσουν οί αδύνατοι, δέν επικρατήσουν οί δυνατοί. Τά μελλούμενα τά έχομε στό χέρι μας, εμείς, μά πρόβλεψες δέν μπορούμε νά κάμωμε. Όσο έξυπνοι καί νά είμαστε, δέν ξέρομε τΐ θά βγή. Λοιπόν τί νόημα έχει νά μας πιέζη ή τωρινή κατάσταση - και επομένως οί θεωρίες -τών τριγυρινών αδύνατων ανθρώπων τόσο, που νά φανταζόμαστε πως και τά μελλούμενα, όπως τά συγκαιρινά πράματα, μας ανήκουν. Μπορεί τό μέλλον νά γίνη τών δυνατών.
— Μά πιό σωστός άπό τις πατρίδες είναι ό κοσμοπολιτισμός.
—
Δέν τό ξέρω. Έγώ ένα μονάχα ξέρω, πως εγώ δέν μπορώ νά γίνω κοσμοπολίτης, γιατί ό κοσμοπολιτισμός, που, περνώντας άπό τή λογική μου, φαίνεται σά σωστός, δέν μπόρεσε ακόμα νά χωθή στά κόκκαλά μου καί στά νεύρα μου, στήν αίσθηση μου, θέλω νά πώ, γιά νά γίνη δικός μου. Ο κοσμοπολιτισμός γιά μένα είναι μιά παράσταση ξένη. Μόνο μέ τό λογικό μου μπορώ νά τή νοιώσω καί γι' αυτό ούτε μιά τρίχα του κεφαλιού μου δέν καταφέρνει ν' άλλάξη. Αίσθημα δικό μου δέν είναι.
— Μά μπορεί νά γίνη τών παιδιών σου αίσθημα. Οί συγκοινωνίες οί εύκολες, τά βιβλία τά αναρίθμητα, οί γλώσσες που μαθαίνομε...
— Ναι, τά ξέρω αυτά. Ίσως νά είναι έτσι. Θά πρέπη νά τά πάρω άπό μικρά στό Παρίσι τά παιδιά μου, νά μήν τά μάθω τή γλώσσα τους, νά μήν ακούν τίποτα ελληνικό γύρω τους, δηλαδή νά τά αναθρέψω έξω άπό τή Ρωμιοσύνη καί άπό κάθε πατρίδα, μέ δασκάλους κοσμοπολίτες, σέ δέκα γλώσσες καί νά τά ταξιδεύω άπό τόπο σέ τόπο όλα τους τά νιάτα. Ή θύμηση άπό τά παιδιάτικά τους χρόνια πρέπει νά μήν είναι ελληνική, μά ούτε και γαλλική, γιατί δέν είναι σκοπός νά τά αρπάξω άπό τό βάραθρο μιας πατρίδας για νά τά ρίξω σ' άλλης πατρίδας τήν καταβόθρα. Αν τά δικά μου τά νιάτα δέν ήταν ελληνικά, ίσως δέ θά ήμουν Έλληνας καί γώ. Ή πατρίδα τό περισσότερο είναι ή θύμηση άπό τά νιάτα. Έπειτα έρχονται οί κληρονομικές αιτίες καί άλλα. Μά πώς νά κάμω τά παιδιά μου κοσμοπολίτες, άφού έγώ δέν είμαι καί αφού δέν αισθάνομαι πως ό κοσμοπολιτισμός είναι καλλίτερος άπό τίς πατρίδες; Νά φύγω άπό κοντά τους καί νά μήν τά ξαναδώ πιά γιά χάρη του κοσμοπολιτισμού; Είναι περιττό. Ξέρεις λοιπόν πώς θά τά αναθρέψω τά παιδιά μου; Θά τ' αφήσω νά γεννηθούν όπου γεννηθοΰν, θ' αφήσω τά λόγια μου νά πέφτουν επάνω τους όπως τύχη, θα αφήσω τό παράδειγμα μου καί τό γύρω κόσμο νά τούς έπηρεάση όπως θέλει, μονάχα θά προσπαθήσω νά ξυπνήσω μέσα τους ό,τι ζωή έχουν, ό,τι δικό τους έχουν, άν έχουν τίποτε ιδιαίτερο. Καί άς γίνουν ό,τι θέλουν.
Μά δέν μπορώ νά πάψω έγώ νά είμαι Έλληνας, επειδή τό θέλει μία θεωρία ή ένα αίσθημα όχι δικό μου, παρά ξένο.
— Μέ τόν καιρό όμως θά γίνουν οί άνθρωποι κοσμοπολίτες. Τά έθνη είναι σωρός άπό ανθρώπους, που ζουν μαζί, άνθρωπομαζώματα. Αφότου τών ανθρώπων αυτών δέν τούς είναι πιά καί τόσο απαραίτητο νά ζουν μαζί, χάνεται σιγά σιγά καί ή αντίληψη πως τό έθνος είναι πρόσωπο καί τό έθνος γίνεται κουρέλι, διαλύνεται.
— Σέ κάθε εποχή μεγάλου πολιτισμού γεννιέται τό αίσθημα του κοσμοπολιτισμού άπό τήν εθνική ή τήν πολιτική κούραση. Καί οί Ρωμαίοι στόν καιρό του προχωρημένου πολιτισμού τους έλεγαν Ubi bene, ibi patria. Και κείνον τόν καιρό θαυρίσκονταν μερικοί, που θά έλεγαν αυτά που λές καί σύ ύστερα άπό τόσους αιώνες.
Οί θεωρίες σου δέν είναι ούτε κάν καινούργιες. Όμως ύστερα άπό τούς Ρωμαίους ήλθαν και άλλα έθνη καί έζησαν καί πολέμησαν αναμεταξύ τους καί τά έχώρισαν σύνορα κρατών. Πως ό κοσμοπολιτισμός είναι μονάχα ένα άπό τά φαινόμενα κάθε πολιτισμού, δέν τό βλέπεις;
— Είσαι πατριώτης, μπράβο σου.
— Σ' ευχαριστώ, άλλά «πατριώτης» δέν είμαι. Πολλοί μέ λέν έτσι, και άλλοι θά μέ ονομάζουν ίσως «φιλόδοξο». Μά δέ μέ μέλει. Αν πήγαινα τώρα στή Μακεδονία νά παλαίψω μέ τούς Βουλγάρους, θά έλεγε ό κόσμος: «Τί πατριώτης!» "Ομως δέ θά πήγαινα άπό φιλοπατρία στή Μακεδονία καί είναι τόσο μπερδεμένες οί αιτίες, που μέ αναγκάζουν νά ενεργώ σέ κάθε περίσταση έτσι ή άλλοιώς, που δέν μπορώ νά τίς ξεδιαλύνω καί χαίρομαι γι' αυτό. Αισθάνομαι όλο τόν πλούτο καί τά ακατανόητα καί μπερδεμένα ελατήρια της ζωής. Μ' αρέσει νά μή δύνωμαι νά εξηγήσω καλά καλά μιά πράξη μου. Χάνεται ό πλούτος τών αιτιών, όταν προσπαθώ νά τίς εξηγήσω. Τί φτωχή που είναι κάθε εξήγηση και τί πλούσια ή ζωή! Και δροσερή καί ζουμερή και ανεξάντλητη, άναρχη καί ατέλειωτη, απεριόριστη, ανυπολόγιστη, μυστική, τρίσβαθη, αναρχική και ανεξήγητη, γεμάτη μύθους καί προβλήματα, ειρωνική καί σκληρή, τρελή, μεγαλόδωρη καί αδιάφορη, άνοιχτοχέρα καί κακή!...
— Λοιπόν, γιατί θά πήγαινες στή Μακεδονία, άφού ή ζωή είναι τόσο πλατειά και πλούσια καί άφού δέν τή στενεύεις μέ πατριωτικές στενοκεφαλιές;
—
Σέ κάποιον κάμπο, τριγύρω κλεισμένον μέ σύνορα, που τόν λέν οί άνθρωποι πατρίδα, εκεί γεννήθηκα, εκεί είναι θαμένοι οί πατέρες μου, έκεί άπό μικρός ανατράφηκα και μεγάλωσα. Κάθε θύμηση του κάμπου αύτού είναι δική μου θύμηση. Τά νιάτα μου είναι μιά θύμηση βαθειά καί στερεά, που δυναμώνει μέσα μου τήν πατρίδα. Στόν κάμπο αυτόν βρέθηκα καί μένω πότε γιερός καί πότε άρρωστος. Στόν κάμπο αυτόν περπατώ, τρέχω, περιδιαβάζω, χαίρομαι, στενοχωριούμαι, ταράζομαι καί βαριούμαι καί κοιμούμαι. Σ' αυτόν τόν κάμπο λιάζομαι και ζεσταίνομαι ή κρυώνω και βρίσκω σπηλιές γιά νά χωθώ καί ρούχα γιά νά ντυθώ ή ίσκιους στά σύδεντρα καί δροσερά νερά. Επειδή είναι ανάγκη νά κουνιούμαι, στόν κάμπο αυτόν κουνιούμαι μέ δρασκελιές μικρές ή μεγάλες και ανακατώνομαι σέ ανθρώπινα καμώματα γιά νά ταράζωμαι περισσότερο καί έπειτα νά καθαρίζομαι, νά βγαίνω σάν τό χρυσάφι άπό τή φωτιά. Τί άλλο είναι ή πολιτική γιά μένα, παρά ένα καθαρτικό; Είναι κι άλλοι κάμποι στή γή επάνω, μά πού άλλου, ποιος άλλος κάμπος είναι πιό στολισμένος μέ θύμησες παλιές και νέες; Ποιος άλλος κάμπος είναι πιό παρδαλός, πιό ζωντανός, πιό πλούσιος σέ γραμμές και ίσκιους και δροσιές, και χρώματα, παλάτια καί όνειρα; Γιατί νά διαλέξω άλλον κάμπο; Είναι και ή γή ολάκερη κάμπος, μά, επειδή είναι πάρα πολύ μεγάλος γιά τόν κάθε άνθρωπο, βάζει ό καθένας σύνορα ώς εκεί που φτάνει τό μάτι του και μέσα στά σύνορα αυτά ζή μέ τούς τριγυρινούς του, που, μέ τό νά ζουν πολύν καιρό μαζί του στόν ίδιον κάμπο, γίνηκαν συγγενικοί του. Άφού υπάρχει ή πατρίδα μου - τήν έχω ζωντανή μέσα μου -, γιατί νά μήν τήν προτιμήσω άπό όλες τις άλλες πατρίδες; Τό νά ζώ μέσα στό έθνος μου δέ θά πή πως είμαι πατριώτης. Ζώ όχι γιά τό έθνος μου, αλλά μέσα στό έθνος μου. Γιατί νά τ' αφήσω; Όλα τά έθνη μοιάζουν αναμεταξύ τους - άνθρωπομαζώματα - και δέν αξίζει νά διάλεξη κανείς· επειδή έτυχε νά γεννηθώ μέσα στό ελληνικό τό έθνος και τυχαίνει νά είμαι καί περήφανος, του μένω πιστός.
— Μά έγώ δέ σου λέγω ν' άλλάξης πατρίδα, σου λέγω νά γίνης κοσμοπολίτης. Ποιος σου είπε νά διάλεξης άλλο έθνος;
—
Τό ίδιο κάνει. Τό ένα φέρνει τ' άλλο. Έγώ δέ θά κοπιάσω νά βγώ άπό τό έθνος μου, μέ κουράζει ό κόπος αυτός, όπως μέ κουράζει καί τό νά έχω αδιάκοπα τό νου μου στό έθνος μου. Ό,τι και νά γίνη, νοιώθω πως δέν έχει νά βγώ άπό τό έθνος μου, λοιπόν τί ανάγκη νά τό συλλογίζωμαι; Έγώ είμαι καί πρέπει έγώ νά απλωθώ όσο παίρνει και δέ λογαριάζω τό έθνος μου, παρά τό πολύ γιά όργανο μου, άφού είναι κι άπακούμπι μου. Ακουμπώ επάνω του μά νά ξεπετάξω τά κλαριά μου. Μ' αρέσει νά ζώ μέσα στό έθνος μου γιά τόν εαυτό μου και ακουμπώντας επάνω του νά γίνωμαι πιό άνθρωπος, δηλαδή κάτι περισσότερο ή τελειότερο άπό τόν άνθρωπο.
— Ώστε ξεχνάς και σύ πως είσαι Έλληνας καί νοιώθεις μονάχα πως είσαι κάτι ζωντανό, ίσως άνθρωπος.
—
Και, όταν δέν έχω συνείδηση του έθνους μου, πάλι, θέλοντας και μή, Έλληνας είμαι καί ή ζωή μου μνήσκει ελληνική. Μά άλλο λέγω· ότι, χωρίς ν' αφήσω τό έθνος μου, μπορώ νά γίνω πιό άνθρωπος ούτε θά μ' έμποδίση ποτέ τό έθνος μου νά είμαι άνθρωπος ή νά γίνω πιό άνθρωπος, νά κάμω σκέψες αιώνιες, ίσως και αντεθνικές, ίσως και διαλυτικές κάθε κοινωνίας ή νά θαυμάζω ξένους πολιτισμούς και ξένες πατρίδες.
— Και άν μ' αυτά βλάφτεται ή πατρίδα σου;
—
Μπορεί ή ζωή μου νά βγή χρήσιμη γιά τό έθνος μου. Αν όμως βγή καί βλαβερή, δέ φταίω έγώ. Μά πιστεύω πως δέν μπορώ νά βλάφτω τό έθνος μου, όσο έχω συνείδηση του και θέλω νά μείνω Έλληνας. Όσο είμαι τέτοιος, όλες οί σκέψεις μου ύποτάζονται σέ κάποια πειθαρχία.
— Έγώ δέν καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς νά γίνεται πιό τέλειος άνθρωπος, όσο μνήσκει κολλημένος σ' ένα έθνος.
—
Καί γώ λέγω πως δέν μπορεί νά είναι άνθρωπος όποιος ξεχνά τήν καταγωγή του, όποιος δέν αναγνωρίζει τούς δεσμούς του και όποιος δέν είναι περήφανος γιά τό δικό του τόν πολιτισμό, που είναι ό εαυτός του όλος. Κάθε συνείδηση κάνει τόν άνθρωπο πιό άνθρωπο· γι' αυτό μ' αρέσει νά θυμάται ό καθένας άπό που βγήκε, που μεγάλωσε, ποιά τριγυρισιά τόν έζωσε καί τόν ανάθρεψε· μ' αρέσει νά διακρίνη κανείς τούς δεσμούς του και νά τούς παραδέχεται χωρίς γρίνιες· αυτό θά πή έλευτεριά καί ανθρωπιά....