Γεμάτες ξενικά είδη οι ελληνικές θάλασσες
Κολλημένα σε καρίνες εμπορικών και επιβατηγών πλοίων ή κολυμπώντας στο έρμα κάνουν μια άλλου είδους κρουαζιέρα.
Είδη της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας και μικροοργανισμοί μεταφέρονται σε άλλες θάλασσες ή κολυμπούν διερχόμενα τη Διώρυγα του Σουέζ και τα στενά του Γιβραλτάρ, «παραξενεύοντας» τους...
υπόλοιπους υποθαλάσσιους κατοίκους και δημιουργώντας προβλήματα με την ανεξέλεγκτη εξάπλωσή τους.
Στην περίπτωση της Μεσογείου, ως μεγάλης κλειστής θάλασσας, το φαινόμενο καθίσταται πιο έντονο. Την επιβίωση ξενικών ειδών ευνοούν οι μεταβαλλόμενες κλιματολογικές συνθήκες και περισσότερο η άνοδος της θερμοκρασίας, όπως αναφέρει το real.gr
Μόνο στις ελληνικές θάλασσες, τα τελευταία 140 χρόνια έχουν καταγραφεί σχεδόν 1.000 ξενικά είδη. Τα τελευταία χρόνια όμως καταγράφεται, κατά μέσο όρο, ένα ξενικό είδος την εβδομάδα, σύμφωνα με έρευνες του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) και της διευθύντριας του Ινστιτούτου Θαλασσίων και Βιολογικών Πόρων, κ. Αργυρώς Ζενέτου. Για παράδειγμα, στον Σαρωνικό Κόλπο ο αριθμός των καταγραφόμενων ειδών έχει διπλασιαστεί.
Αρκετά ναυτικά μίλια μακρύτερα από τον Σαρωνικό, στο ανατολικό Αιγαίο καταγράφηκαν μέσα στον Μάρτιο τρεις περιπτώσεις μεγάλων καλαμαριών. Το μήκος ενός θηλυκού, που εντοπίστηκε νεκρό κοντά στην παραλία Κοκκάρι από μέλη της ομάδας αυτοδυτών της Σάμου, έφτανε το 1,63 μ. και το βάρος τα 9 κιλά.
Σύμφωνα με τους ερευνητές του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα θηλυκά του είδους ommastrephes bartramii που έχουν καταγραφεί. Μάλιστα, ήταν γεμάτο αυγά. Με μόλις μια ημέρα διαφορά, καλαμάρι του ίδιου είδους πιάστηκε την προηγούμενη μέρα σε δίχτυα στους Λειψούς από ντόπιο ψαρά.
Επειδή, όμως, είχε φαγωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του από σμέρνα, αναγνωρίστηκε απλώς ότι ανήκει στο εν λόγω είδος, όχι όμως το φύλο, το μέγεθος και το βάρος του. Λίγες ημέρες αργότερα, τρίτο καλαμάρι, επίσης βάρους 9 κιλών και συνολικού μήκους 1,63 μ. αλιεύτηκε στο Πλωμάρι της Λέσβου. «Η αύξηση του αριθμού των αναφερόμενων περιστατικών θα μπορούσε να αποδοθεί στο αυξημένο, τα τελευταία χρόνια, ενδιαφέρον τόσο των ψαράδων όσο και των επιστημόνων, σε συνδυασμό με την ύπαρξη φορέων καταγραφής» εξηγεί στην Καθημερινή, ο διευθυντής του Αρχιπελάγους, κ. Θοδωρής Τσιμπίδης.
Το είδος του «ιπτάμενου καλαμαριού», που καμιά φορά καθώς ανεβαίνει από τα βάθη των 200 μ. – 250 μ. σε ρηχότερα νερά κάνει άλμα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, έχει αναφερθεί πρώτη φορά πριν από 36 χρόνια. Συχνότερες αναφορές του είδους αυτού γίνονται από το 2007.
Ορισμένα είδη μεδουσών που συναντώνται στη Μεσόγειο επίσης συγκαταλέγονται σε ξενικά είδη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 τα ιχθυαποθέματα αλιείας στη Μαύρη Θάλασσα κατέρρευσαν, συνεπεία του είδους Mnemiopsis leidyi, που μεταφέρθηκε από το έρμα πλοίων από τον Ατλαντικό Ωκεανό.
Ειδικά για τις μέδουσες, το Αρχιπέλαγος ξεκίνησε πέρυσι καταγραφή στο πλαίσιο του διαμεσογειακού προγράμματος Jellywatch, της Διεθνούς Επιτροπής για την Επιστημονική Παρακολούθηση της Μεσογείου, CIESM, με τη βοήθεια και του απλού κόσμου, που καλείται να συνδράμει αν εντοπίζει μεγάλες ομάδες μεδουσών.
Από τα πλέον γνωστά ξενικά είδη, το πράσινο φύκος Caulerpa racemosa έχει φτάσει στις ελληνικές θάλασσες από τη δυτική Αυστραλία, πιθανώς μέσω του έρματος των πλοίων. Παρατηρήθηκε πρώτη φορά στη Λιβύη το 1990 και από τότε έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, είτε λόγω ανάπτυξης του φύκους είτε λόγω ανθρώπινης μεταφοράς του.
Το φύκος αυτό μεγαλώνει σε βράχους, σε κατεστραμμένα θαλάσσια λιβάδια (ποσειδωνίες) και σε άμμο, σε ένα μεγάλο εύρος βάθους (0 – 60+ μέτρα), κάτι ασυνήθιστο για φύκια, που ενδεχομένως αποτελεί τον λόγο για τον οποίο αναπτύχθηκε τόσο εκτεταμένα στη Μεσόγειο.
Είδη της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας και μικροοργανισμοί μεταφέρονται σε άλλες θάλασσες ή κολυμπούν διερχόμενα τη Διώρυγα του Σουέζ και τα στενά του Γιβραλτάρ, «παραξενεύοντας» τους...
υπόλοιπους υποθαλάσσιους κατοίκους και δημιουργώντας προβλήματα με την ανεξέλεγκτη εξάπλωσή τους.
Στην περίπτωση της Μεσογείου, ως μεγάλης κλειστής θάλασσας, το φαινόμενο καθίσταται πιο έντονο. Την επιβίωση ξενικών ειδών ευνοούν οι μεταβαλλόμενες κλιματολογικές συνθήκες και περισσότερο η άνοδος της θερμοκρασίας, όπως αναφέρει το real.gr
Μόνο στις ελληνικές θάλασσες, τα τελευταία 140 χρόνια έχουν καταγραφεί σχεδόν 1.000 ξενικά είδη. Τα τελευταία χρόνια όμως καταγράφεται, κατά μέσο όρο, ένα ξενικό είδος την εβδομάδα, σύμφωνα με έρευνες του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) και της διευθύντριας του Ινστιτούτου Θαλασσίων και Βιολογικών Πόρων, κ. Αργυρώς Ζενέτου. Για παράδειγμα, στον Σαρωνικό Κόλπο ο αριθμός των καταγραφόμενων ειδών έχει διπλασιαστεί.
Αρκετά ναυτικά μίλια μακρύτερα από τον Σαρωνικό, στο ανατολικό Αιγαίο καταγράφηκαν μέσα στον Μάρτιο τρεις περιπτώσεις μεγάλων καλαμαριών. Το μήκος ενός θηλυκού, που εντοπίστηκε νεκρό κοντά στην παραλία Κοκκάρι από μέλη της ομάδας αυτοδυτών της Σάμου, έφτανε το 1,63 μ. και το βάρος τα 9 κιλά.
Σύμφωνα με τους ερευνητές του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα θηλυκά του είδους ommastrephes bartramii που έχουν καταγραφεί. Μάλιστα, ήταν γεμάτο αυγά. Με μόλις μια ημέρα διαφορά, καλαμάρι του ίδιου είδους πιάστηκε την προηγούμενη μέρα σε δίχτυα στους Λειψούς από ντόπιο ψαρά.
Επειδή, όμως, είχε φαγωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του από σμέρνα, αναγνωρίστηκε απλώς ότι ανήκει στο εν λόγω είδος, όχι όμως το φύλο, το μέγεθος και το βάρος του. Λίγες ημέρες αργότερα, τρίτο καλαμάρι, επίσης βάρους 9 κιλών και συνολικού μήκους 1,63 μ. αλιεύτηκε στο Πλωμάρι της Λέσβου. «Η αύξηση του αριθμού των αναφερόμενων περιστατικών θα μπορούσε να αποδοθεί στο αυξημένο, τα τελευταία χρόνια, ενδιαφέρον τόσο των ψαράδων όσο και των επιστημόνων, σε συνδυασμό με την ύπαρξη φορέων καταγραφής» εξηγεί στην Καθημερινή, ο διευθυντής του Αρχιπελάγους, κ. Θοδωρής Τσιμπίδης.
Το είδος του «ιπτάμενου καλαμαριού», που καμιά φορά καθώς ανεβαίνει από τα βάθη των 200 μ. – 250 μ. σε ρηχότερα νερά κάνει άλμα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, έχει αναφερθεί πρώτη φορά πριν από 36 χρόνια. Συχνότερες αναφορές του είδους αυτού γίνονται από το 2007.
Ορισμένα είδη μεδουσών που συναντώνται στη Μεσόγειο επίσης συγκαταλέγονται σε ξενικά είδη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 τα ιχθυαποθέματα αλιείας στη Μαύρη Θάλασσα κατέρρευσαν, συνεπεία του είδους Mnemiopsis leidyi, που μεταφέρθηκε από το έρμα πλοίων από τον Ατλαντικό Ωκεανό.
Ειδικά για τις μέδουσες, το Αρχιπέλαγος ξεκίνησε πέρυσι καταγραφή στο πλαίσιο του διαμεσογειακού προγράμματος Jellywatch, της Διεθνούς Επιτροπής για την Επιστημονική Παρακολούθηση της Μεσογείου, CIESM, με τη βοήθεια και του απλού κόσμου, που καλείται να συνδράμει αν εντοπίζει μεγάλες ομάδες μεδουσών.
Από τα πλέον γνωστά ξενικά είδη, το πράσινο φύκος Caulerpa racemosa έχει φτάσει στις ελληνικές θάλασσες από τη δυτική Αυστραλία, πιθανώς μέσω του έρματος των πλοίων. Παρατηρήθηκε πρώτη φορά στη Λιβύη το 1990 και από τότε έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, είτε λόγω ανάπτυξης του φύκους είτε λόγω ανθρώπινης μεταφοράς του.
Το φύκος αυτό μεγαλώνει σε βράχους, σε κατεστραμμένα θαλάσσια λιβάδια (ποσειδωνίες) και σε άμμο, σε ένα μεγάλο εύρος βάθους (0 – 60+ μέτρα), κάτι ασυνήθιστο για φύκια, που ενδεχομένως αποτελεί τον λόγο για τον οποίο αναπτύχθηκε τόσο εκτεταμένα στη Μεσόγειο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου