Σαράντα χρόνια από το Θαύμα των Άνδεων: Επιβίωσαν τρώγοντας φίλους τους
Σαράντα χρόνια συμπληρώνονται από ένα αεροπορικό δυστύχημα που συνέβη στις Άνδεις. H ιστορία των επιζησάντων πήρε την ονομασία «Το Θαύμα των Άνδεων» και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη. Από την πτώση επέζησαν 29, τελικά όμως μετά από 72 μέρες κατάφεραν να επιβιώσουν και να διασωθούν μόλις 16 επιβάτες. Όπως έγινε εκ των υστέρων γνωστό, κατάφεραν
να παραμείνουν ζωντανοί σε συνθήκες πολικού ψύχους, καταφεύγοντας στην
ανθρωποφαγία. Ο Δρ Roberto Canessa ήταν ανάμεσα στους 16 επιζώντες και
θυμάται έντονα όλα όσα συνέβησαν...
τις 72 ημέρες που έμειναν καθηλωμένοι στις Άνδεις.
Σήμερα, ο ίδιος αφιερώνει τη ζωή του στους άλλους, αλλά δεν έχει ξεχάσει ποτέ τη στιγμή που το αίσθημα της επιβίωσης τον μετέτρεψε σε κανίβαλο, καθώς για να κρατηθεί στη ζωή έφαγε τη σάρκα των νεκρών συνεπιβατών του.
''Ήταν απεχθές. Μέσα από τα μάτια της πολιτισμένης κοινωνίας μας, ήταν μια αηδιαστική απόφαση. Με αξιοπρέπεια μηδέν, αναγκαστήκαμε να φάμε τους φίλους μας για να επιβιώσουμε'' δηλώνει ο Canessa στη Sun.
Οι συνθήκες ήταν αντίξοες, το κρύο τσουχτερό, το φαγητό λιγοστό και η μοναδική σύνδεσή τους με τον κόσμο, ένα ραδιόφωνο, τους απογοήτευε συνεχώς, καθώς από τα δελτία ειδήσεων μάθαιναν πως η αναζήτησή τους έχει σταματήσει.
«Το Θαύμα των Άνδεων»
Η πτήση 571 της Uruguayan Air Force ξεκίνησε την πτήση της από το Μοντεβιδέο στις 12 Οκτωβρίου του 1972 με προορισμό το Σαντιάγο. Η ομάδα ράγκμπι της Ουρουγουάης, η Old Christians Club, θα έπαιζε σε φιλικό αγώνα στην πρωτεύουσα της Χιλής και συνοδευόταν από φίλους και γνωστούς.
Ο καιρός επιδεινώθηκε και έτσι ο κυβερνήτης του αεροπλάνου επέλεξε να προσγειωθεί στην πόλη της Αργεντινής, Μεντόζα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου οι επιβάτες και το πλήρωμα διανυκτέρευσαν.
Στις 13 Οκτωβρίου, οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν καθόλου βελτιωθεί, αλλά το πενταμελές πλήρωμα ενδίδοντας στις πιέσεις των επιβατών, αποφάσισε να απογειωθεί για το Σαντιάγο.
Πάνω από τη Χιλή το αεροπλάνο αντιμετώπισε πρόβλημα, έχασε ύψος 200 μέτρα, προσέκρουσε σε βουνό, έχασε τμήμα της ουράς του και συνετρίβη στο χιόνι.
Δώδεκα από τους επιβαίνοντες σκοτώθηκαν ακαριαία, ενώ τρεις ακόμα υπέκυψαν στα τραύματά τους την πρώτη νύχτα.
Στο έδαφος, οι επιζήσαντες άρχισαν σιγά-σιγά να αποδέχονται τη μοίρα τους: βρίσκονταν σε υψόμετρο 4.000 μέτρων, σε θερμοκρασίες που έφθαναν τους μείον 30 βαθμούς Κελσίου με ελάχιστα τρόφιμα και μοναδικό καταφύγιό για να προστατεύονται από το χιόνι και τους ισχυρούς ανέμους, την κατεστραμμένη άτρακτο του αεροπλάνου. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.
Ύστερα από δέκα μέρες άκουσαν σε ένα ραδιοφωνάκι ότι η επιχείρηση αναζήτησης τυχόν επιζώντων σταμάτησε. Τότε ήταν που πήραν τη σκληρή απόφαση, η οποία έμελλε να γίνει πρωτοσέλιδο και να συγκλονίσει τη διεθνή κοινότητα: ξεκίνησαν να τρέφονται με τη σάρκα των νεκρών επιβατών και φίλων τους. Ήταν κάτι φρικτό, αλλά η ίδια τους η ζωή βρισκόταν σε κίνδυνο.
«Όταν μάθαμε ότι οι έρευνες σταμάτησαν, ότι δεν υπήρχαμε πλέον για τον κόσμο, έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση, και δεν μας είχε απομείνει τίποτα άλλο από τρόφιμα. Έτσι έγινε», θυμάται ένας από τους επιζώντες, ο Κάρλος Παέζ, σε συνέντευξή του πριν από δέκα χρόνια με αφορμή την 30ή επέτειο από το δυστύχημα.
Οι επιζήσαντες υπέμειναν πολλές εβδομάδες με σφοδρές καταιγίδες και πολικό ψύχος. Πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν και πέθαναν. Οι πιο δυνατοί απομακρύνονταν κάθε τόσο προσπαθώντας, μάταια, να καταλάβουν που βρίσκονται. Ήταν καθηλωμένοι σε ένα απομονωμένο σημείο, καλυμμένο με χιόνι, στη μακρύτερη οροσειρά της Γης.
Αργά το μεσημέρι της 29ης Οκτωβρίου, καθώς η ομάδα των επιζησάντων ετοιμαζόταν για μια ακόμη πολική νύχτα, μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε ό,τι είχε απομείνει από το αεροπλάνο και στοίχισε τη ζωή σε επτά άνδρες και μια γυναίκα. Ο αριθμός των επιζώντων μειώθηκε στους 19 και το αντικείμενο των συζητήσεών τους ήταν πλέον συχνά η τροφή τους.
«Πεινούσαμε τόσο πολύ», θυμάται ο Παέζ, ο οποίος τότε ήταν 18 ετών. «Καταρτίσαμε μια λίστα με 130 εστιατόρια στο Μοντεβιδέο. Κανονικός μαζοχισμός». Οι επιζήσαντες χάραξαν ένα σταυρό στο χιόνι με τα απομεινάρια των αποσκευών της ελπίζοντας ότι θα είναι ορατός από ψηλά. «Αυτό που μας κρατούσε δυνατούς ήταν η σκέψη της επόμενης μέρας. "Ίσως αύριο" αυτό ήταν που μας κράτησε ζωντανούς για 72 μέρες. "Ίσως αύριο!" αυτό ήταν το σύνθημά μας», θυμόταν ο Ρομπέρτο Κανέσα.
Ήταν εκείνος, μαζί με το Nando Parrado, που κατάφεραν να ανέβουν σε ένα βουνό και να ζητήσουν βοήθεια. Μέσα σε δέκα μέρες περπάτησαν 70 χιλιόμετρα στις Άνδεις μέχρι που βρήκαν έναν χιλιανό αγρότη, ο οποίος κάλεσε τα σωστικά συνεργεία που τελικά περισυνέλεξαν τους επιζώντες με ελικόπτερο στις 22 Δεκεμβρίου.
τις 72 ημέρες που έμειναν καθηλωμένοι στις Άνδεις.
Σήμερα, ο ίδιος αφιερώνει τη ζωή του στους άλλους, αλλά δεν έχει ξεχάσει ποτέ τη στιγμή που το αίσθημα της επιβίωσης τον μετέτρεψε σε κανίβαλο, καθώς για να κρατηθεί στη ζωή έφαγε τη σάρκα των νεκρών συνεπιβατών του.
''Ήταν απεχθές. Μέσα από τα μάτια της πολιτισμένης κοινωνίας μας, ήταν μια αηδιαστική απόφαση. Με αξιοπρέπεια μηδέν, αναγκαστήκαμε να φάμε τους φίλους μας για να επιβιώσουμε'' δηλώνει ο Canessa στη Sun.
Οι συνθήκες ήταν αντίξοες, το κρύο τσουχτερό, το φαγητό λιγοστό και η μοναδική σύνδεσή τους με τον κόσμο, ένα ραδιόφωνο, τους απογοήτευε συνεχώς, καθώς από τα δελτία ειδήσεων μάθαιναν πως η αναζήτησή τους έχει σταματήσει.
«Το Θαύμα των Άνδεων»
Η πτήση 571 της Uruguayan Air Force ξεκίνησε την πτήση της από το Μοντεβιδέο στις 12 Οκτωβρίου του 1972 με προορισμό το Σαντιάγο. Η ομάδα ράγκμπι της Ουρουγουάης, η Old Christians Club, θα έπαιζε σε φιλικό αγώνα στην πρωτεύουσα της Χιλής και συνοδευόταν από φίλους και γνωστούς.
Ο καιρός επιδεινώθηκε και έτσι ο κυβερνήτης του αεροπλάνου επέλεξε να προσγειωθεί στην πόλη της Αργεντινής, Μεντόζα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου οι επιβάτες και το πλήρωμα διανυκτέρευσαν.
Στις 13 Οκτωβρίου, οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν καθόλου βελτιωθεί, αλλά το πενταμελές πλήρωμα ενδίδοντας στις πιέσεις των επιβατών, αποφάσισε να απογειωθεί για το Σαντιάγο.
Πάνω από τη Χιλή το αεροπλάνο αντιμετώπισε πρόβλημα, έχασε ύψος 200 μέτρα, προσέκρουσε σε βουνό, έχασε τμήμα της ουράς του και συνετρίβη στο χιόνι.
Δώδεκα από τους επιβαίνοντες σκοτώθηκαν ακαριαία, ενώ τρεις ακόμα υπέκυψαν στα τραύματά τους την πρώτη νύχτα.
Στο έδαφος, οι επιζήσαντες άρχισαν σιγά-σιγά να αποδέχονται τη μοίρα τους: βρίσκονταν σε υψόμετρο 4.000 μέτρων, σε θερμοκρασίες που έφθαναν τους μείον 30 βαθμούς Κελσίου με ελάχιστα τρόφιμα και μοναδικό καταφύγιό για να προστατεύονται από το χιόνι και τους ισχυρούς ανέμους, την κατεστραμμένη άτρακτο του αεροπλάνου. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.
Ύστερα από δέκα μέρες άκουσαν σε ένα ραδιοφωνάκι ότι η επιχείρηση αναζήτησης τυχόν επιζώντων σταμάτησε. Τότε ήταν που πήραν τη σκληρή απόφαση, η οποία έμελλε να γίνει πρωτοσέλιδο και να συγκλονίσει τη διεθνή κοινότητα: ξεκίνησαν να τρέφονται με τη σάρκα των νεκρών επιβατών και φίλων τους. Ήταν κάτι φρικτό, αλλά η ίδια τους η ζωή βρισκόταν σε κίνδυνο.
«Όταν μάθαμε ότι οι έρευνες σταμάτησαν, ότι δεν υπήρχαμε πλέον για τον κόσμο, έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση, και δεν μας είχε απομείνει τίποτα άλλο από τρόφιμα. Έτσι έγινε», θυμάται ένας από τους επιζώντες, ο Κάρλος Παέζ, σε συνέντευξή του πριν από δέκα χρόνια με αφορμή την 30ή επέτειο από το δυστύχημα.
Οι επιζήσαντες υπέμειναν πολλές εβδομάδες με σφοδρές καταιγίδες και πολικό ψύχος. Πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν και πέθαναν. Οι πιο δυνατοί απομακρύνονταν κάθε τόσο προσπαθώντας, μάταια, να καταλάβουν που βρίσκονται. Ήταν καθηλωμένοι σε ένα απομονωμένο σημείο, καλυμμένο με χιόνι, στη μακρύτερη οροσειρά της Γης.
Αργά το μεσημέρι της 29ης Οκτωβρίου, καθώς η ομάδα των επιζησάντων ετοιμαζόταν για μια ακόμη πολική νύχτα, μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε ό,τι είχε απομείνει από το αεροπλάνο και στοίχισε τη ζωή σε επτά άνδρες και μια γυναίκα. Ο αριθμός των επιζώντων μειώθηκε στους 19 και το αντικείμενο των συζητήσεών τους ήταν πλέον συχνά η τροφή τους.
«Πεινούσαμε τόσο πολύ», θυμάται ο Παέζ, ο οποίος τότε ήταν 18 ετών. «Καταρτίσαμε μια λίστα με 130 εστιατόρια στο Μοντεβιδέο. Κανονικός μαζοχισμός». Οι επιζήσαντες χάραξαν ένα σταυρό στο χιόνι με τα απομεινάρια των αποσκευών της ελπίζοντας ότι θα είναι ορατός από ψηλά. «Αυτό που μας κρατούσε δυνατούς ήταν η σκέψη της επόμενης μέρας. "Ίσως αύριο" αυτό ήταν που μας κράτησε ζωντανούς για 72 μέρες. "Ίσως αύριο!" αυτό ήταν το σύνθημά μας», θυμόταν ο Ρομπέρτο Κανέσα.
Ήταν εκείνος, μαζί με το Nando Parrado, που κατάφεραν να ανέβουν σε ένα βουνό και να ζητήσουν βοήθεια. Μέσα σε δέκα μέρες περπάτησαν 70 χιλιόμετρα στις Άνδεις μέχρι που βρήκαν έναν χιλιανό αγρότη, ο οποίος κάλεσε τα σωστικά συνεργεία που τελικά περισυνέλεξαν τους επιζώντες με ελικόπτερο στις 22 Δεκεμβρίου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου