Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Το αβέβαιο μέλλον της γενιάς μου

Γράφει ο Αντώνης Κυπρής

Γεννήθηκα το 1990. Σε μία εποχή μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, που σκιαγραφούσαν για τη νέα γενιά ένα ανασφαλές μέλλον το οποίο όμως δυστυχώς δεν είχε...
καμία σχέση με το σκληρό και μαύρο παρόν που ζει η σημερινή νεολαία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή….


Την χαρμόσυνη ημέρα που ήρθα στη ζωή το ημερολόγιο έγραφε Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 1990 και το γεγονός ότι γεννήθηκα την ίδια ημέρα με τον Γεώργιο Παπανδρέου τον πρεσβύτερο έκανε τους γονείς μου να πιστεύουν ότι θα έρθει ο καιρός που θα γίνω και εγώ πρωθυπουργός.

Το όλο τελετουργικό της γέννησής μου έγινε μάλιστα με όλες τις ανέσεις σε ιδιωτικό μαιευτήριο – παρακαλώ- καθώς με πατέρα ελεύθερο επαγγελματία και μητέρα ιδιοκτήτρια βιοτεχνίας με υψηλούς τζίρους ήταν αδύνατο να "ξεπέσω" στο δημόσιο μαιευτήριο μαζί με τους κοινούς θνητούς...

Ανήκοντας λοιπόν από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μου στη λεγόμενη μικροαστική κοινωνία, συγγενείς και φίλοι με υποδέχτηκαν με τις ανάλογες «βασιλικές» τιμές, που άρμοζαν άλλωστε και σε έναν μελλοντικό πρωθυπουργό, χαρίζοντάς μου χρυσούς σταυρούς, χρυσές λίρες και διάφορα άλλα πολυτελή αντικείμενα.

Τα πρώτα μου βήματα τα έκανα μέσα σε ένα ζεστό και ιδιόκτητο σπίτι που αγοράστηκε χωρίς τραπεζική δανειοδότηση, τα πρώτα μου εμβόλια τα έκανα σε ιδιωτικό ιατρό και πήγα σε ένα υψηλών προδιαγραφών δημόσιο νηπιαγωγείο. Οι διακοπές σε Ελλάδα και εξωτερικό ήταν συχνό φαινόμενο και μέσα σ’ όλα ερχόντουσαν με τη μορφή της χιονοστιβάδας τα παιδικά παιχνίδια κάνοντάς με να νιώθω ακόμα περισσότερο σαν βασιλιάς στον δικό μου ξεχωριστό παιδικό κόσμο.

Λίγο καιρό αργότερα άρχισαν να πέφτουν και τα πρώτα μικρά χαρτζιλίκια από την μέτρια σύνταξη του παππού και της γιαγιάς, η οποία στα μάτια μου φάνταζε πελώρια και γι’ αυτό συχνά πυκνά τους αποκαλούσα μεγιστάνες των συνταξιούχων. Όταν κιόλας μετακομίσαμε σε μία τότε ακριβή περιοχή της Αθήνας, άρχισα να αισθάνομαι σα να ζούσα σε ένα κόσμο με πολλούς, πάρα πολλούς, μικρούς και μεγάλους βασιλιάδες, οι οποίοι αργότερα θα γινόντουσαν και αυτοί μεγιστάνες των συνταξιούχων.

Μεγαλώνοντας όμως….

Εκεί γύρω στα 15 άρχισα να βλέπω, να ζω και να αντιλαμβάνομαι την αντικειμενική πραγματικότητα της εποχής. Η μητέρα μου έκλεισε τη βιοτεχνία, γιατί λέει ότι και καλά ήταν ένα όνειρο που βαρέθηκε να το ζει και έπιασε αξιοκρατικά δουλειά στο δημόσιο με τον βασικό μισθό. Την ίδια περίοδο, ο τζίρος του πατέρα σταδιακά μειωνόταν και οι παππούδες δεν αγόραζαν κάθε χρόνο καινούργια μασέλα…

Κάπως έτσι ήρθαν τα πρώτα δάνεια και γραμμάτια στη ζωή μας, τα οποία με τον καιρό συνεχώς αυξανόντουσαν, οι παππούδες σταμάτησαν να δίνουν χαρτζιλίκι και τα ταξίδια σε Ελλάδα και εξωτερικό περιορίστηκαν στο ελάχιστο γιατί… άλλοτε είχε φουρτούνα και άλλοτε υπήρχαν έντονα καιρικά φαινόμενα που καθήλωναν τα αεροπλάνα.

Με τον καιρό…

Άρχισα να συνηθίζω. Κατάλαβα ότι η σύνταξη των παππούδων δεν ήταν ποτέ πελώρια, ότι η βιοτεχνία έκλεισε γιατί το ταμείο έφτασε να είναι μείον και ότι ο πατέρας χρωστούσε μερικές χιλιάδες ευρώ στους εμπόρους, τους οποίους έλεγε ότι τους έχει εντάξει σε πενταετές πρόγραμμα λιτότητας.

Ο κόσμος των βασιλιάδων, όπως ήταν λογικό, άρχισε να αποτελεί για εμένα παρελθόν και σιγά σιγά απλωνόταν μπροστά μου ένα νέο αβέβαιο μέλλον με πολλά ερωτηματικά, εμπόδια και δυσκολίες που κανείς δεν ήξερε αν θα καταφέρω να τα περάσω και που εν τέλει θα καταλήξω.

Σήμερα λοιπόν…

Μέσα σε ένα άκρως αβέβαιο παρόν και μέλλον, η μητέρα μου είναι μία από τους χιλιάδες απολυμένους του Δημοσίου και τριγυρνά μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού που πλέον ανήκει στις τράπεζες. Ο πατέρας μου δουλεύει 13 και 14 ώρες για κάτι ψίχουλα που μετά βίας καλύπτουν (και όχι πάντα) τα απολύτως απαραίτητα. Η γιαγιά και ο παππούς ζητάνε από εμένα χαρτζιλίκι γιατί η σύνταξή τους κοντεύει να γίνει διψήφιος αριθμός και δεκάδες φίλοι και γνωστοί αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας, των πετσοκομμένων δικαιωμάτων, της μισής δουλειάς, του μισού μισθού, της μισής ζωής...

Και εγώ…

Διανύοντας την τρίτη δεκαετία της ζωής μου ενίοτε κάνω και δύο δουλειές για να βοηθήσω το οικογενειακό ταμείο και νιώθω σαν εγκλωβισμένος μέσα σε μια ζωή που φτιάχτηκε για μένα χωρίς εμένα. Άσε που αισθάνομαι ντροπή κάθε φορά που οι άνεργοι φίλοι μου με ρωτάνε αν ακόμα συνεχίζω να δουλεύω… Άραγε τι χρειάζεται αυτός ο κόσμος των πρώην μικρών ή μεγάλων βασιλιάδων και των μεγιστάνων συνταξιούχων για να ξυπνήσει, να αντιδράσει, να ξεσηκωθεί;
topontiki.gr

Η απάντηση στην ερώτηση του Αντώνη εδώ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ
"Ο ηρωικός άνθρωπος αισθάνεται πως είναι διαλεγμένος από την Μοίραν ως αγωνιστής και ως μάρτυς - περισσότερον ως μάρτυς, αφού την επιτυχίαν δεν την μετρεί με αποτελέσματα άμεσα, με αριθμούς και μεγέθη, δεν την μετρεί καν διόλου. Είναι το αλεξικέραυνον, που θα συγκεντρώση επάνω του (θα προσελκύση μάλλον εθελουσίως) όλας τας καταιγίδας και όλα τ' αστροπελέκια, διά να προστατευθούν τα κατοικητήρια των ειρηνικών ανθρώπων. Εις την ετοιμότητα του κινδύνου, τον σύρει με ακαταμάχητον έλξιν η αισθητική, θα έλεγα, γοητεία του κινδύνου, η συναίσθησις ότι είναι προνόμιον των ολίγων να συντρίβωνται υπέρ των άλλων υπό των άλλων - το πολυτιμότερον προνόμιον! Ο ηρωικός άνθρωπος δεν είναι το άνθος, δεν είν' ο καρπός - αυτά αντιπροσωπεύουν το παρόν και του παρόντος την ανεπιφύλακτον χαράν. Είναι ο σπόρος που θα ταφή και θα σαπίση δια ν' αναφανή το άνθισμα και το κάρπισμα. Είν' εκείνος που θάπτεται δια να εορτασθή η ανάστασις, και ανάστασις χωρίς ταφήν δεν υπάρχει."

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ
Απάντηση στο Ρουσίτ Πασά στα 1822

''Πασά μου, μου στέλνεις ένα μπουγιουρντί, μου λες να προσκυνήσω, και εγώ πασά μου ερώτησα τον πούτσο μου τον ίδιο, και αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω κι αν ερθείς επάνω μου ευθύς να πολεμίσω''

Και απάντηση στον Σιλιχτάρ Μπόδα στα 1823

''Γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε «από ημάς» συνθήκην με «έναν» κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα! - Άμα ζήσω, θα τους γαμήσω. Άμα πεθάνω, θα μου κλάσουν τον πούτσο''

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
"Φυλάτε τη Γη σας και την Τιμή της μόνο με Σπαθί. Πάψετε σαπιοδάσκαλοι και σαπιορήτορες- ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- να εξευτελίζετε τη Φυλή. Πάψετε παλιόγρηες τις κλάψες, τα σάλια, τα μελάνια και πιάστε το Σπαθί. Τα πάντα στη Ζωή -Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ- κατακτώνται με το Σπαθί."

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
















Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση. Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα...

(Μέρος του λόγου που εκφώνησε ο Κολοκοτρώνης στην Πνύκα).

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
Δεν με μέλει αν βάλω σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, μια κυβέρνηση που δεν την σέβομαι, δεν είμαι καμωμένος για την κυβέρνηση ή για το κράτος, έγινα για το έθνος, και το ξέρω επειδή γι’ αυτό ίσα-ίσα πονώ. Για την κυβέρνηση μου έρχεται σιχαμός και καταφρόνια, άμα συλλογίζομαι την κυβέρνηση ξεπέφτω, μαργώνω και μαραίνομαι. Σηκώνομαι, ξανοίγω και ανθοβολώ άμα νοιώθω τον Ελληνισμό. Σε όποια γωνιά του Ελληνισμού και αν βρεθώ, θα πασχίζω πάντα να δυναμώνω, να ξυπνώ, να ζωντανεύω την ψυχή του, και ας γίνει οτι γίνει. Ξυπνώ καθε ύπνο, κεντρίζω καθε βαρεμό, συνδαυλίζω κάθε στάχτη, ξεσκεπάζω καθε σπίθα κρυμμένη και ανάβω κάθε φωτιά σβησμένη, βγάζω κάθε πνοή κουρασμένη και παίζω κάθε χορδή σιωπηλή. Ξυπνώ, ξυπνώ, ξυπνώ και γι αυτό με λεν και ξυπνητήρι…

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ
Είδα στον ύπνο μου τον Παύλο τον Μελά, να παίρνει σάρκα για να πει μια ιστορία για κάποια αγέρωχα κι αδούλωτα μυαλά, που προδιαγράφουν της Πατρίδας την πορεία. .
..

Είχ’ η μορφή του θλίψη, πόνο και οργή, για αυτούς που σήμερα τις τύχες μας ορίζουν, που ασελγούν πάνω σ΄ανθρώπους και σε γη και καθετί Ελληνικό το αφορίζουν.
...
Μέσα στην μπλε του την αντάρτικη στολή και με το χέρι του στη μαύρη τη πιστόλα, δίνει στους άντρες του ξανά την εντολή Ελευθερία και Πατρίδα πάνω από όλα!
...
Αν θες στον ύπνο σου να έρθει ο Μέλας μαζί μ’ αγγέλους, σκοτωμένα παλικάρια, να σε τραβήξουν απ ’τον δρόμο που τραβάς, για να βαδίσεις τα δικά τους τα αχνάρια... ..
.
φέρε στα μάτια σου του Παύλου τη στολή, ορκίσου πάνω της, πως δεν θα τον προδώσεις και συρε να βρεις την δική σου εντολή αφού τον ύπνο του εχθρού μας θα στοιχειώσεις.

  © Free Blogger Templates 'Greenery' by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP